κίω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A κίεις A.Ch.680; imper. κίε Od.7.50, A.Pers.1068, Supp.852 (both lyr.); subj. κίῃς Od.1.311; opt.κίοι 9.42, A.Supp.504, κιοίτην, κίοιτε, Od.15.149, 3.347; part. κιών, κιοῦσα (for the accent cf. ἰών), 4.427, al.: impf. ἔκιον, Ep.1pl. κίομεν Il.21.456:—go, in Hom.almost always of persons, 2.565, 24.471, Od.4.427, etc.; of ships, Il.2.509:— Ep. Verb, Trag. only A.; as etym. of κίνησις, Pl.Cra.426c: in Hom. perh. always aor., unless impf. in Il.23.257. (Cf. κινέω, κίνυμαι, Lat. ξιο.)
German (Pape)
[Seite 1444] poet. = ἴω, εἶμι, ge hen; bei Hom. nur im conj. κίω, optat. κίοιμι, imperat. κίε, partic. κιών und impf. ἔκιον vorkommend; ἄψοῤῥοι κίομεν Il. 21, 456, gew. von Menschen u. lebenden Wesen übh., aber auch τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον, 2, 509, u. so sp. D.; Aesch. hat auch den indicat. praes., εἰς Ἄργος κίεις Ch. 664; imper. αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Pers. 1025; κίοι Suppl. 504 (vgl. noch κιάθω). In Prosa nur bei Plat. Crat. 426 c zur Ableitung von κινέω erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
κίω: κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη εἶναι χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ εἶμι ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν μετακιάθω· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. κινέω). Πορεύομαι, ὑπάγω, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον χάριν ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao.2 ἔκιον > part. κιών;
aller.
Étymologie: R. κι, mettre en mouvement ; cf. κινέω.
English (Autenrieth)
opt. κίοι, κιοίτην, κ<<><>>τε, part. κιών, -οῦσα, ipf. ἔκιον, κίον: go, go away, usually of persons, rarely of things, Il. 6.422, Od. 15.149, Od. 16.177; the part. κιών is often employed for amplification, Od. 10.156, Od. 24.491.