δάκτυλος

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάκτῠλος Medium diacritics: δάκτυλος Low diacritics: δάκτυλος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dáktylos Transliteration B: daktylos Transliteration C: daktylos Beta Code: da/ktulos

English (LSJ)

ὁ, poet. pl.

   A δάκτυλα Theoc.19.3, AP9.365 (Jul. Imp.), also Arist.Phgn.810a22: -finger, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι τοὺς μῆνας to reckon on the fingers, Hdt.6.63; ὁ μέγας δ. the thumb, Id.3.8, Diog.Apoll.6; ὁ μέσος Arist.PA687b18; οἱλιχανοί Hp.Art.37; ὁ ἔσχατος Id.PA687b17: prov., ἄκρῳ δ. γεύεσθαι Procop.Gaz.Ep. 31; οὐκ ἄξια ψόφου δακτύλων Clearch.5.    2 οἱ δ. τῶν ποδῶν the toes, X.An.4.5.12; and, without ποδός, Batr.45, Ar.Eq.874, Arist. HA494a12; τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν Id.PA690a30; ὁ μέσος δ. of a monkey, Id.HA502b3; ὁ μείζων δ. the great toe, Plu.Pyrrh.3. b. of the toes of beasts, Arist.HA498a34; of birds, Id.PA695a22.    II a measure of length, finger's breadth, = about 7/10 of an inch, Hdt.1.60, al.; πώνωμεν, δάκτυλος ἀμέρα Alc.41; δάκτυλος ἀώς AP12.50 (Asclep.): Astron., digit, i.e. twelfth part of the sun's or moon's apparent diameter, Cleom.2.3.    III metrical foot, dactyl, -, Pl.R.400b; ῥυθμὸς κατὰ δάκτυλον Ar.Nu.651; δ. κατ' ἵαμβον, diiambus, Aristid. Quint.1.17.    2 δάκτυλοι, οἱ, a dance, Ath.14.629d.    IV date, fruit of the φοῖνιξ, Arist.Mete.342a10, Artem.5.89.    2 kind of grape, Plin.HN14.15, Colum.3.2.1.    3 = ἄγρωστις, Plin.HN24.182.    V Δάκτυλοι Ἰδαῖοι mythical wizards and craftsmen in Crete (or Phrygia, D.S.17.7), attached to the cult of Rhea Cybele, Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., S.Fr.364, Str.8.3.30, D.S.5.64, IG12(9).259.22 (Eretria).    2 δ. Ἰδαῖοι, = γλυκυσίδη, Dsc.3.140.    b fossil found in Crete, Plin.HN37.170.    VI δ. θεοῦ the hand of God, LXX Ex.8.19, cf. Ev.Luc.11.20. (Orig. Δάτκυλος, cf. Boeot. δακκύλιος Schwyzer 462B51; δατ- = d[ngnull]t, cf. Skt. a-datkas 'toothless'.)

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, 1) der Finger, Her. 6, 63 u. Folgde; μέγας, der Daumen, Ael. V. H. 2, 9, sonst ἀντίχειρ; sonst werden noch genannt: ὁ σμικρότατος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ μέσος, Plat. Rep. VII, 523 d; vgl. λιχανός, σφάκελος, μύωψ. – 2) ποδός, Fußzehe, Xen. An. 4, 5, 12; Eur. I. T. 255; Ar. Equ. 881 u. sonst. – 3) das kleinste griech. Längenmaaß, zwei Finger breit; übertr., von einer kurzen Zeit, Alcaeus bei Ath. X, 430 d; δάκτυλος ἀώς Asclepiad. 9 (XII, 50). – 4) die Dattel, Arist. Meteor. 1, 4, 10; Artemid. 5, 89. – 5) der Versfuß, Ar. Nub. 651; u. das Versmaaß, Plat. Rep. III, 400 b. – 6) δάκτυλοι 'Ιδαῖοι, Priester der Cybele. Vgl. Lob. Aglaoph. 2 p. 1166 st.

Greek (Liddell-Scott)

δάκτῠλος: ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα, Θεόκρ. 19. 3, Ἀνθ. Π. 9. 365, ὡσαύτως Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2· ― ὡς παρ’ ἡμῖν, Λατ. digitus, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι, λογαριάζειν ἐπὶ τῶν δακτύλων, Ἡρόδ. 6. 63, πρβλ. χείρ· ὁ μέγας δ., ὁ ἀντίχειρ, ὁ αὐτ. 3. 8· ὁ μέσος Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 8, 6· ὁ ἔσχατος ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 4. 10, 27. 2) οἱ δ. τῶν ποδῶν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 12· καὶ ἄνευ τοῦ ποδός, ὡς τὸ Λατ. digitus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 874, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15· τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 10, 64· πρβλ. δακτυλίδιον ΙΙ. β) ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν ζῴων, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, κ. ἀλλ.· τῶν πτηνῶν, ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 12, 34, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον τῶν Ἑλλην. μέτρων μήκους = περίπου 0,018 τοῦ γαλλικοῦ μέτρου, Ἡρόδ. 1. 60, κ. ἀλλ.· πίνωμεν· δάκτυλος ἁμέρα Ἀλκαῖ. 31· δάκτυλος ἀὼς Ἀνθ. Π. 12. 50· οὕτως οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ναῦται μετροῦσι τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος διὰ δακτύλων, Newton’s Halicarn.· πρβλ. δακτυλιαῖος. ΙΙΙ. φοίνιξ, «χουρμᾶς», καρπὸς τοῦ δένδρου φοίνικος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 10, Ἀρτεμίδ. 5. 89. IV. μετρικὸς πούς, ὁ δάκτυλος, -υυ, Πλάτ. Πολιτ. 400Β· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 651. V. Δάκτυλοι Ἰδαῖοι, μυθικὰ πρόσωπα ἐν Κρήτῃ, ἱερεῖς τῆς Κυβέλης, ὅθεν πιθανῶς οἱ αὐτοὶ καὶ οἱ Κορύβαντες, Στράβ. 355· Διόδ. 5. 64· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1166, κἑξ. (Πρὸς τὸ δάκτυλος πρβλ. Λατ. digi-tus, Γοτθ. taih-o, Παλαιο-Σκανδ. καὶ Ἀγγλο-Σαξ. t â (ἀγγλ. toe = τοῦ ποδὸς δάκτυλος), Παλαιο-Γερμ. zeh-ã (Γερμ. zehe). Ὁ Κούρτ, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ΔΕΚ (δέχομαι), συγκρίνων τὸ finger ἐκ τοῦ fangen· πρβλ., ὡσαύτως δεξιός· νομίζει δὲ ὅτι τὸ δέκα, ὡς ὁ ἀριθμὸς τῶν δακτύλων, δυνατὸν νὰ εἶναι συγγενές).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. doigt :
1 doigt de la main ; ὁ μέγας δάκτυλος le gros doigt, càd le pouce (d’ord. ἀντίχειρ);
2 doigt du pied;
3 doigt, terme de comparaison pour mesurer, mesure d’environ 2 centimètres, la plus petite mesure de longueur chez les Grecs;
II. t. de pros. dactyle [‒◡◡] ; vers dactylique.
Étymologie: R. Δεκ ou Δεχ, v. δέκομαι et δέχομαι.

English (Strong)

probably from δέκα; a finger: finger.