μανικός

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνῐκός Medium diacritics: μανικός Low diacritics: μανικός Capitals: ΜΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: manikós Transliteration B: manikos Transliteration C: manikos Beta Code: maniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (μανία)

   A of or for madness, mad, μ. πράγματα Ar.V. 1496; [νόσημα] Hp.Aph.3.20; βλέπει μανικόν τι she has a madwoman's eye, Ar.Pl.424; -ωτέρα ἡδονή Pl.R.403a; ἡ-κή madness, Id.Phdr.244c; μανικόν symptom of madness, Hp.Prog.3; οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς; Anaxandr.28, cf. Epicur.Ep.2p.53U.; νοσῶν τι μ. Timocl.6.12. Adv. -κῶς, περιφέρεσθαι X.Cyn.3.5; πυρέττειν Plu. Alex.75.    2 generally, mad, extravagant, Isoc.1.15, Pl.Prt.343c, etc.; σωφρόνημα λίαν μ. dub. l. in X.Ages.5.4; μ. ἱππωνίαι Id.Eq. Mag.1.12. Adv. -κῶς, διακεῖσθαι Pl.Phdr.249d; ἔχειν Id.Sph.216d; ὰλόγως καὶ μ. Isoc.5.65, cf. Phld.Ir.p.82 W.    II disposed to madness, Pl.Smp.173d (dub.); unbalanced, Id.Sph.242a.    2 frenzied, enthusiastic, inspired, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arist.Po.1455 a33; ἐξίσταται τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς -ώτερα ἤθη Id.Rh.1390b29; νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά Id.Pr.954a36.    III Act., causing madness, στρύχνος (-ον) Thphr.HP9.11.5, Dsc.4.73, Gal.11.767; μανικόν, τό, = δορύκνιον, Plin.HN21.179, cf. Dsc.Alex.6; φάρμακα Plu.Arat.54.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνῐκός: -ή, -όν, (μανία) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, παράφρων, μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ μανία, παραφροσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, παράφρων «τρελλός», μανιώδης, Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) καθόλου, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· σωφρόνημα λίαν μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, στρύχνος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fou, insensé;
2 qui trouble la raison;
Cp. μανικώτερος, Sp. μανικώτατος.
Étymologie: μαίνομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μανικός, -ή, -όν)
βλ. μανιακός.