παρεκβαίνω
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
A step aside from, deviate from, c. gen., δικαίου Hes. Op.226; τοῦ εὖ Arist. EN1109b19; τῆς ἀρετῆς Id.Pol.1325b6 ; π. τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις ib.1273a21; τοῦ καθήκοντος Plb.12.7.1; π. ἐκ τοῦ γένους Arist. GA767b6; ἐκ τῆς τάξεως Plb.8.26.8; ἀπὸ τῶν κρειττόνων Procl.Inst.124. 2 c. acc., overstep, transgress, Διὸς σέβας A.Ch.645 (lyr.); τὰ πάτρια Arist.Pol.1310b19 ; ἐπὶ μικρὸν π. τὸ τῆς πολιτείας εἶδος Id.EN1160b20; τὴν φύσιν Id.GA771a12; ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῖα τὴν εὐθύτητα Id.Pol.1309b23; τὸν κοινὸν νοῦν Phld.Po. 5.15 ; ποταμοῦ -βάντος τὸ ῥεῖθρον Thphr.HP3.1.5. 3 abs., deviate, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων Arist.EN1126a35 ; αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι Id.Pol.1275b1 ; opp. ὀρθαὶ [πολιτεῖαι], ib.1282b13; π. ἐς ἃ μὴ θέμις APl.4.243 (Antist.); prob.l. in Ph.Bel.61.49, 62.51. II make a digression, ὅθεν παρεξέβημεν Arist.EN1095b14; περί τινος Id.PA658b11; ἀπό τινος Plb.4.9.1, al.; εἰς ταῦτα Id.6.50.1.
German (Pape)
[Seite 513] (s. βαίνω), daneben weg-, darüber binausschreiten, d. i. überschreiten, καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου, Hes. O. 224, wie τοῦ καθήκοντος, seine Pflicht verletzen, Pol. 12, 8, 1; u. c. accus., τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τὰ νενομισμένα, Plut. Num. 9; absol., über das Maaß hinausgehen, Arist. eth. 4, 5 u. öfter; – abschweifen, bes. in der Rede, ἡμεῖς δὲ λέγωμεν, ὅθεν παρεξέβημεν Arist. eth. 1, 5, u. öfter; ἀπὸ τούτων, Pol. 4, 9, 1 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἐξέρχομαι κατὰ μέρος ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, μετὰ γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ τάξις αὐτόθι 2. 11, 8· ὡσαύτως, π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., παραβαίνω, Διὸς σέβας Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας εἶδος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. αὐτόθι 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε παρέκβασις) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] αὐτόθι 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ θέμις Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. ἐξέρχομαι τοῦ προκειμένου, ὅθεν παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
1 aller au delà en s’écartant de, s’écarter de, au propre avec ἔκ τινος, fig. gén. ou acc.;
2 abs. faire une digression en parlant.
Étymologie: παρά, ἐκβαίνω.
Greek Monolingual
ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α εκβαίνω
1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι
2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ
3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα της ομιλίας ή του συγγράμματος, κάνω παρέκβαση
αρχ.
υπερβαίνω, παραβαίνω, παρανομώ («τὸ πᾱν Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς», Αισχύλ.).