πεζεύω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζεύω Medium diacritics: πεζεύω Low diacritics: πεζεύω Capitals: ΠΕΖΕΥΩ
Transliteration A: pezeúō Transliteration B: pezeuō Transliteration C: pezeyo Beta Code: pezeu/w

English (LSJ)

   A go or travel on foot, walk, ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων (where πόδα is pleon.) E.Alc.869 (anap.) ; οὔτε ἄπουν οὔτε πεζεῦον Arist.PA669b7 ; π. περὶ τὴν τροφήν, of certain birds, Id.HA593a25, cf. GA751b13.    2 go or travel by land, opp. going by sea, X.An.5.5.[4], Plb.16.29.11 ; π. μετὰ τῶν ἵππων Id.10.48.6 ; οἱ πεζεύοντες land-forces, Arist.Pol. 1327b10 ; π.διὰ τῆς θαλάσσης, of Xerxes passing by his bridge over the Hellespont, Isoc.4.89 ; π. τὴν θάλασσαν pass it like dry land, Philostr.Im.1.8 ; simply, march, pass through, ἀνοδίας Ph.2.257 :— Pass., ὁ Ἄθως πλείσθω καὶ ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Luc.Rh.Pr.18 ; ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός by land, Str.6.3.5 ; πεζεύεται impers., ταῖς ἁρμαμάξαις Id.4.1.14.

German (Pape)

[Seite 542] zu Fuße gehen, gew. zu Lande reisen; ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων, Eur. Alc. 872; Xen. An. 5, 5, 4; διὰ τῆς θαλάσσης, Isocr. 4, 89; öfter in späterer Prosa, wie N. T.; Luc. rhet. praec. 18; ἡ πεζευομένη ὁδός, Weg zu Lande, Strab. 6, 3, 5; τινὰ τῶν φορτίων πεζεύεται ταῖς ἁρμιιμάξαις, 4, 1, 14; οἱ πεζεύοντες, die Landmacht, Arist. pol. 7, 6; auch πεζεύειν τὴν θάλατταν, das Meer wie festes Land behandeln, zu Fuß über das Meer wie über festes Land gehen, Jac. Philostr. imagg. p. 252.

Greek (Liddell-Scott)

πεζεύω: (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ πεζῇ, περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ ἱππεύωἐλαύνω ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων (ἔνθα τὸ πόδα κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· οὔτε ἄπουν οὔτε πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ Ἄθως πλείσθω, καὶ ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.

French (Bailly abrégé)

1 intr. aller par terre abs. ; πόδα π., avec ἐπί ou le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;
2 tr. traverser à pied ; Pass. être traversé ou parcouru à pied.
Étymologie: πεζός.

English (Strong)

from the same as πεζῇ; to foot a journey, i.e. travel by land: go afoot.