πυγή

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡγή Medium diacritics: πυγή Low diacritics: πυγή Capitals: ΠΥΓΗ
Transliteration A: pygḗ Transliteration B: pygē Transliteration C: pygi Beta Code: pugh/

English (LSJ)

ῆς, ἡ, heterocl. acc.

   A πῦγα Arist.Phgn.810b1 (τὸ πυγή is a barbarism in Ar.Th.1187):—rump, buttocks, Archil.91, Ar.Eq.365, Sor.2.60, etc.; pl., Luc.Peregr.17; ποτὶ πυγὰν ἅλλεσθαι to kick up the heels so as to strike the buttock in dancing, dance the fling, a girls' exercise at Sparta, Ar.Lys.82, cf. Antyll. ap. Orib.6.31.2; πρὸς π. πηδῆσαι Hp. Nat.Puer.13 (cited as πρὸς πυγὰς πηδᾶν by Sor.1.60).    2 metaph. of fat, swelling land, Eust.310.2.    II = οὐρά, EM513.14.

German (Pape)

[Seite 813] ἡ, 1) der Hintere; Ar. oft, ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν, Eccl. 255; oft in der Anth., bes. Strat.; im plur., Rufin. 2 (V, 35), u. in Prosa, εἰς τὰς πυγὰς νάρθηκι παιόμενος, Luc. Peregr. 17; bei Ar. Th. 1187 sagt der Scythe τὸ πυγή; u. einen acc. sing. πῦγα hat Arist. physiogn. 6. – 2) übertr. der feisteste, fetteste Theil, z. B. ἀγροῦ, Paroem. App. 1, 3; Eust. 310, 2. – Ἅλλεσθαι πρὸς πυγήν, ein alter Tanz der lacedämonischen Jungfrauen, Ar. Lys. 82; vgl. Poll. 4, 102 u. Antyll. Oribas. p. 121, Matthaei.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγή: ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ πρωκτός, οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 εἶναι βαρβαρισμός· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν ἅλλομαι, ἀνεγείρω τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ λακτίζω τόσον ὑψηλά, ὥστε διὰ τῆς πτέρνης ἐγγίζω τοὺς γλουτούς, γύμνασμα τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. πυδαρίζω· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ οὖθαρ, Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = οὐρά, «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
fesse ; αἱ πυγαί le derrière.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée, terme vulg.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ' ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.
β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.)
2. η ουράσεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐράν», ΕΜ)
αρχ.
το πιο παχύ, το πιο εύφορο μέρος αγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του αρχαίου καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη που δεν φαίνεται πιθανή, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα peu- / pu- «φουσκώνω» (πρβλ. πύννος) με ουρανικό ένθημα -g-. Λιγότερο πιθανές φαίνονται εξάλλου οι συνδέσεις της λ. με το αρχ. ινδ. pūga- «μάζα, σωρός», τα πύξ, πυγμή και το πύματος.