πηρός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρός Medium diacritics: πηρός Low diacritics: πηρός Capitals: ΠΗΡΟΣ
Transliteration A: pērós Transliteration B: pēros Transliteration C: piros Beta Code: phro/s

English (LSJ)

(Dor. πᾱρός implied in ἔμπαρος, παρόω, qq.v.), ά, όν,

   A disabled in a limb, maimed, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν [the Muses] made him helpless or blind (cf. Aesop.57), Il.2.599; πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι AP9.11 (Phil. or Isid.); πηραὶ τὰ σκέλεα Hp.Mul.2.131.    2 of the mind, Semon.7.22; ἀμβλεῖς καὶ π. Ph.1.624; π. τῷ νῷ Sch.Ar.Pl.48; πηροὶ οἱ λογισμοί Luc.Am.46.

German (Pape)

[Seite 611] an irgend einem Gliede gelähmt, verstümmelt, gebrechlich, debilis; bes. von Schwäche der Sinnenwerkzeuge, blind, Il. 2, 599 (Schol. ὁ κατά τι μέρος τοῦ σώματος βεβλαμμένος); u. so bei Sp., z. B. S. Emp. oft, vgl. VLL.; nach Hesych. auch – stumm; u. übertr., βεβλαμμένος τὴν διάνοιαν, stumpf-, blödsinnig, oft in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πηρός: -ή, -όν, ὁ κατά τι μέρος τοῦ σώματος βεβλαμμένος, Λατ. mancus, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν, [αἱ Μοῦσαι] κατέστησαν αὐτὸν ἀνίκανον, ἢ κατά τινας τυφλόν, Ἰλ. Β. 599, ἔνθα ἴδε Σχολ.· πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ’ ἄρ’ ὄμμασι Ἀνθ. Π. 9. 11· πηραὶ τὰ σκέλεα Ἱππ. 647. 46. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 22· ἀμβλεῖς καὶ π. Φίλων 1. 624· π. τῷ νῷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 48· πηροὶ οἱ λογισμοὶ Λουκ. Ἔρωτ. 46.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
estropié, privé de l’usage d’un membre ; particul. aveugle.
Étymologie: apparenté à πείρω, percer, mutiler ; sel. d’autres, p. *παϜρός, de la R. ΠαϜ, frapper ; v. παίω.

English (Autenrieth)

lame, mutilated; blind in Il. 2.599†.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος του σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι», Ανθ. Παλ.)
2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.)
3. (για σκέψεις) ανόητος («πηροὶ οἱ λογισμοί», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., όπως συμβαίνει συχνά με λ. που αναφέρονται σε ατέλειες, αδυναμίες του σώματος. Έχει προταθεί η σύνδεση του πηρός με τη λ. πῆμα, η οποία, όμως, προσκρούει στην παρουσία μακρού -- στους τ. πᾱρῶ / πηρῶ, πᾶρος / πῆρος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι το -α- του κρητικού τ. παρῶ είναι βραχύ, ενώ το μακρό -- του πᾶρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Το επίθ. πηρός είχε αρχικά τη σημ. «ασθενής, αδύναμος, ανάπηρος» και γενικότερα «αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος», και μέσα από τη σημ. αυτή απέκτησε αργότερα και τη σημ. «τυφλός», η οποία δεν απαντά στον Όμηρο].