ἐπιθρώσκω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

German (Pape)

[Seite 943] (s. θρώσκω), daraufspringen, τῷ τύμβῳ, darauf herumspringen, mit dem Nebenbegriff der Verhöhnung, Il. 4, 177; φλογμῷ Ap. Rh. 4, 603; c. gen., νηός Il. 8, 515; νεῶν Eur. Rhes. 100. – Aber τόσσον ἐπιθρώσκουσι, soviel Raum überspringen sie, Il. 5, 772, wie μακρὰ δ' ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται Hes. Sc. 438; sp. D., wie Orph. Arg. 487. – Auch intrans., heraus-, hervorspringen, τεῖχος, πέτρη ἐπιθρώσκει, Orph. Arg. 847. 1264; emporsteigen, ὀμίχλη, Hus. 113.

English (Autenrieth)

spring upon; νηός, Il. 8.515; ‘jump upon’ (in contempt), Il. 4.177 ; τόσσον ἐπιθρώσκουσι, spring so far, Il. 5.772.

Greek Monolingual

ἐπιθρῲσκω (Α)
1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.).
2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.)
3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση
4. (για βράχο) προεξέχω
5. ανεβαίνω σε ύψος, σηκώνομαι, υψώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρῴσκω «ορμώ, πηδώ»].