ἐπιθρώσκω

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

German (Pape)

[Seite 943] (s. θρώσκω), daraufspringen, τῷ τύμβῳ, darauf herumspringen, mit dem Nebenbegriff der Verhöhnung, Il. 4, 177; φλογμῷ Ap. Rh. 4, 603; c. gen., νηός Il. 8, 515; νεῶν Eur. Rhes. 100. – Aber τόσσον ἐπιθρώσκουσι, soviel Raum überspringen sie, Il. 5, 772, wie μακρὰ δ' ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται Hes. Sc. 438; sp. D., wie Orph. Arg. 487. – Auch intrans., heraus-, hervorspringen, τεῖχος, πέτρη ἐπιθρώσκει, Orph. Arg. 847. 1264; emporsteigen, ὀμίχλη, Hus. 113.

English (Autenrieth)

spring upon; νηός, Il. 8.515; ‘jump upon’ (in contempt), Il. 4.177 ; τόσσον ἐπιθρώσκουσι, spring so far, Il. 5.772.

Greek Monolingual

ἐπιθρῲσκω (Α)
1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.).
2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.)
3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση
4. (για βράχο) προεξέχω
5. ανεβαίνω σε ύψος, σηκώνομαι, υψώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρῴσκω «ορμώ, πηδώ»].

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2 -έθορον
I. to leap upon a ship, c. gen., Il.: also c. dat. to leap (contemptously) upon, Lat. insultare, τύμβῳ ἐπιθρώσκων Μενελάου Il.
II. to leap over, τόσσον ἐπιθρώσκουσι so far do [the horses] spring at a bound, Il.