λίγδην
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
Adv., (v. λίζω)
A grazing, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην Od.22.278; v. ἐπιλίγδην.
German (Pape)
[Seite 43] die Oberfläche streifend, ritzend, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od. 22, 278, Schol. ἀκροθιγῶς.
Greek (Liddell-Scott)
λίγδην: ἐπίρρ. (ἴδε λίζω) ἀκροθιγῶς, ὅσον ἐπιψαῦσαι τῆς ἐπιφανείας, Λατ. strictim, βάλε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ λίγδην Ὀδ. Χ. 278˙ ἴδε ἐπιλίγδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en effleurant.
Étymologie: λίζω.
English (Autenrieth)
adv., grazing; βάλλειν χεῖρα, Od. 22.278†.
Greek Monolingual
λίγδην (Α)
επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)lig- της ΙΕ ρίζας (s)leig- «σιχαμένος, γλιστρώ» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «τρίβω, γλιστρώ» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. fosligim «επαλείφω», αρχ. άνω γερμ. slīhhan «γλιστρώ», αρχ. ιρλδ. slige «χτένι», ρωσ. slizkij «ολισθηρός», λατ. lima «λίμα»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. λίγω, το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους].