μόρσιμος

From LSJ
Revision as of 12:18, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρσῐμος Medium diacritics: μόρσιμος Low diacritics: μόρσιμος Capitals: ΜΟΡΣΙΜΟΣ
Transliteration A: mórsimos Transliteration B: morsimos Transliteration C: morsimos Beta Code: mo/rsimos

English (LSJ)

ον, (μόρος) poet. Adj., used also by Hdt.,

   A appointed by fate, destined, ἡ δέ κ' ἔπειτα γήμαιθ' ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι Od.16.392; οὐδ' ἄρ' Ὀδυσσῆϊ . . μόρσιμον ἦεν . . Διὸς υἱὸν ἀποκτάμεν Il.5.674; μ. ἐστι θεῷ . . δαμῆναι 19.417, cf. Hdt.3.154; ᾧ θανεῖν οὐ μ. A.Pr.933; σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ. γαμεῖν δ' ἐμοί Id.Fr.13; τὸ μόρσιμον destiny, doom, Pi.P.12.30, A.Th.263, 282, S.Ant.236, Fr.953; τὰ μόρσιμα Sol.13.55.    II foredoomed to die, οὔ τοι μόρσιμός εἰμι Il. 22.13; μόρσιμον ἦμαρ the day of doom, 15.613, Od.10.175; so μ. αἰών one's appointed time, Pi.O.2.10, A.Supp.46 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 208] ον, vom Schicksal bestimmt, fatalis; γήμαιθ', ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι, Od. 16, 392, öfter; bes. vom Schicksal zum Tode bestimmt, οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔτοι μόρσιμός εἰμι, Il. 22, 13; μόρσιμον ἦμαρ, der vom Schicksal verhängte Todestag, 15, 613 Od. 10, 175; μόρσιμόν ἐστί τινι, es ist Einem beschieden, vom Schicksal verhängt, Il. 5, 874. 19, 417; so τὸ μόρσιμον, das Schicksal, οὐ παρφυκτόν, Pind. P. 12, 30; τὸ μ. Διόθεν πεπρωμένον, N. 4, 61; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν, N. 7, 44; ᾧ θανεῖν οὐ μόρσιμον, Aesch. Prom. 935; σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον, Spt. 245; ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών, Suppl. 46, öfter; μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο ἢ τὸ μόρσιμον, Soph. Ant. 236; παρεὶς τὸ μόρσιμον, Eur. Alc. 942; μόρσιμα οὔτι φυγεῖν θέμις, Heracl. 615; sp. D., μόρσιμον ὄπα ἧκεν, Ant. Thall. (VII, 188). – In Prosa selten, ἐδόκεε μόρσιμον εἶναι τῇ Βαβυλῶνι ἁλίσκεσθαι, Her. 3, 154; Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μόρσῐμος: -ον, (μόρος) ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., προωρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, πεπρωμένος, Λατιν. fatalis, ἡ δὲ ἔπειτα γήμαιθ’ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι Ὀδ. Π. 392, Φ. 162· οὔτ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆι... μόρσιμον ἦεν... Διὸς υἱὸν ἀποκτάμεν Ἰλ. Ε. 674· μ. ἐστι θεῷ... δαμῆναι Τ. 417, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 154· ᾧ θανεῖν οὐ μ. Αἰσχύλ. Πρ. 933· σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ., γαμεῖν δ’ ἐμοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 11· τὸ μόρσιμον, τὸ πεπρωμένον (ἡ εἱμαρμένη), Πινδ. Π. 12. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 263, 281, Σοφ. Ἀντ. 236· - οὕτω, τὰ μόρσιμα Σόλων 5. 55. ΙΙ. προωρισμένη εἰς θάνατον, οὔτοι μόρσιμός εἰμι Ἰλ. Χ. 13· μόρσιμον ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τοῦ ὀλέθρου, τοῦ θανάτου, Ο. 613, Ὀδ. Κ. 175· οὕτω, μ. αἰών, ὁ ὡρισμένος καιρός τινος, Πινδ. Ο. 2. 18, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 47. Πρβλ. μοιρίδιος.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 marqué par le destin, fatal : μόρσιμόν ἐστι IL c’est l’arrêt du destin;
2 marqué par le destin pour la mort : μόρσιμον ἦμαρ IL, OD jour suprême;
3 exposé à la mort, mortel : ἐπεὶ οὔτοι μόρσιμός εἰμι IL car je ne suis pas sujet à la mort.
Étymologie: μόρος¹.

English (Autenrieth)

(μόρος): fated, ordained by fate, w. inf., Il. 19.417, Il. 5.674; of persons, destined to death, doomed, Il. 22.13; to marriage, Od. 16.392 ; μόρσιμον ἦμαρ, ‘day of death,’ Il. 15.613.

English (Slater)

μόρσιμος (cf. μοιρίδιος)
   1allotted αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος (O. 2.10) ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.41) pro subs., τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (P. 12.30) καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (N. 4.61) ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν (N. 7.44) μόρσιμ' ἀναλύεν Ζεὺςθεῶν σκοπὸς οὐ τόλμα (Pae. 6.94)