στάδιος

From LSJ
Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάδιος Medium diacritics: στάδιος Low diacritics: στάδιος Capitals: ΣΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: stádios Transliteration B: stadios Transliteration C: stadios Beta Code: sta/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (ἵστημι)

   A standing fast and firm, σ. ὑσμίνη close fight, fought hand to hand, Il.13.314,713, cf. Th.4.38; ἐνὶ σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.7.241, cf. 13.514; ἡ σ. μάχη Ath.6.273f, cf. σταδαῖος; [πῖδαξ] σταδίη μένει, of a spring from which no water flows, Opp.C.4.326.    2 firm, fixed, θάλαμοι Pi.O.5.13: τὸ σ. immobility, D.C.39.43.    3 standing upright or straight, σ. χιτών,= ὀρθοστάδιον, an ungirt tunic hanging in straight plaits, Call.Fr.59, cf. στατός; θώραξ σ. a stiff breastplate, plate-armour, opp. στρεπτός or ἁλυσιδωτός, A.R.3.1226 (v. Sch.).    II (ἵστημι A.IV) weighed, Nic.Al.402 (στήδην cj. Bentley).

German (Pape)

[Seite 927] ὁ, s. στάδιον. 1) stehend; σταδίη ὑσμίνη, die stehende, offene Feldschlacht, ein geordnetes Gefecht, in welchem die Kämpfenden handgemein werden, im Ggstz zu den Streifereien od. Scharmützeln, Il. 13, 314. 713; auch ἐν σταδίῃ, ohne ὑσμίνῃ, 7, 241. 13, 514. 15, 283; u. so auch in Prosa, ἡ μάχη οὐ σταδία ἦν, Thuc. 4, 38; – unbeweglich, πῖδαξ σταδίη μένει, Opp. Cyn. 4, 326. – 2) grade, aufrecht stehend, steif, was sich nicht zusammenlegen od.- falten läßt; χιτών, = ὀρθοσταδίας, ein langes, grade herabgehendes, ungegürtetes Gewand, s. Lob. Phryn. 238; θώραξ, ein steifer Panzer ohne Gelenke, Ggstz ἀλυσιδωτός, vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1225. – 3) zugewogen, Nic. Al. 402.

Greek (Liddell-Scott)

στάδιος: [ᾰ], -α, -ον, (√ΣΤΑ, ἵστημι) ὁ ἱστάμενος, σταθερός, εὐσταθής, σταδίη ὑσμίνη, μάχη ἐκ τοῦ συστάδην, Λατιν. Pugna sataria, Ἰλ. Ν. 314, 713, πρβλ. Θουκ. 4. 38· ἐν σταδίῃ (ἐξυπακ. ὑσμίνῃ) Ἰλ. Η. 241, Ν. 514· ἡ στ. μάχη Ἀθήν. 273Ε· πρβλ. σταδαῖος· πῖδαξ σταδίη μένει, ἐπὶ πηγῆς ἐξ ἧς δὲν ῥέει ὕδωρ, Ὀππ. Κ. 4. 326. 2) σταθερός, συμπαγής, ἰσχυρός, θάλαμοι Πινδ. Ο. 5. 29· τὸ στάδιον, τὸ ἀκίνητον, Δίων Κ. 39. 43. 3) ὁ ἱστάμενος ὄρθιοςεὐθύς, στ. χιτὼν = ὀρθοσταδίας, χιτὼν ἄζωστος, κρεμάμενος κατ’ εὐθείας πτυχάς, Καλλ. Ἀποσπ. 59, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 238· θώραξ στ .. ἄκαμπτος θώραξ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρεπτὸς ἢ ἁλυσιδωτός, Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3., 342. 4. II. (ἵστημι Α. IV) «ζυγισμένος», Νικ. Ἀλεξιφ. 402.

French (Bailly abrégé)

1α, ον :
qui se tient debout ; stable, ferme : σταδία μάχη THC combat de pied ferme ; σταδίη (ion.) ὑσμίνη m. sign. ; subst. ἐν σταδίῃ IL dans un combat de pied ferme.
Étymologie: v. ἵστημι.
2ου (ὁ) :
c. στάδιον.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): ὑσμίνη, standing fight, close combat; also ἐν σταδίῃ alone, Il. 7.241, Il. 13.514, Il. 15.283.

English (Slater)

στᾰδιος
   1 firmly standing κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)