ἄπλετος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον,
A boundless, immense, ἠέρος ὕψος Emp.17.18; αὐγή Id.135; δόξα Pi.I.4(3).11; βάρος S.Tr.982; also found in Prose, χρυσὸς ἄ. Hdt.1.14,50,al.; ἅλες, ὕδωρ, 4.53, 8.12; οἰμωγή 6.58; μάχη Pl.Sph. 246c; ἄ. καὶ ἀμήχανον [χρόνου πλῆθος] Id.Lg.676b; ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις ib.683a; χιών X.An.4.4.11; πλῆθος Arist.GA755b26; ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ μέγεθος Id.Mete.355b23; ῥαφανίδες ἄ. τὸ πάχος Id.Pr. 924a27; θόρυβος Plb.1.50.3, al.; φύσις Plot.5.5.6; δύναμις 4.8.6.
German (Pape)
[Seite 292] meist p. Nebenform von ἄπλατος (denn die Abltg von πίμπλημι ist falsch), unnahbar, schrecklich, ungeheuer; δόξα Pind. I. 3, 29; βάρος Soph. Trach. 982; Her. χρόνος 1, 14. 50. 3, 106. 9, 109; ἅλες 4, 53; οἰμωγή 4, 58. 8, 99; Plat. μάχη Soph. 246 c; ἄπλετόν τι καὶ ἀμήχανον Legg. III, 676 c (nach den mss., vulg. ἄπειρον); ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις 683 a; unermeßlich, χιών Xen. An. 4, 4, 11; Luc. Dea Syr. 5; χρόνος ep. 29 (X, 28); ὕδωρ Nicarch. 12 (XI, 71).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλετος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, ἄπειρος, ἀμέτρητος, ὕψος Ἐμπεδ. 439· δόξα Πινδ. Ι. 4. 17 (3. 28)· βάρος Σοφ. Τρ. 982· ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χρυσὸς ἄπλ. Ἡρόδ. 1. 14, 50, κ. ἄλλ. ἄλες ὕδωρ, 4. 53., 8. 12· οἰμωγὴ 6. 58· μάχη Πλάτ. Σοφ. 246C· ἄπλ. καὶ ἀμήχανον ὁ αὐτ. Νόμ. 676Β· ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις αὐτόθι 683Α· χιὼν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· πλῆθος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 5· ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ πλῆθος αὐτ. Μετεωρ. 2. 2, 17, ῥαφανῖδες ἄπλ. τὸ πάχος ὁ αὐτ. Πρβλ. 20. 13· θόρυβος Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ √ ΠΛΕ, πίμπλημι, πλέως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infini, immense.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.