εὐμενής
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ές, (μένος)
A well-disposed, kindly, τινι to one, epith. of gods, h.Hom. 22.7 (not in Il. or Od.), Pi.P.2.25, A.Supp.686 (lyr.), cf. X.HG6.4.2; ἵλεως καὶ εὐ. Id.Cyr.1.6.2, Theoc.5.18; Ἑρμῆς IGRom.1.1228 (Egypt, ii A. D.); τὸ τῶν θεῶν εὐ. D.4.45. 2 of men, A. Pers.175 (troch.), Supp.488 (Comp.); πόλει S.Ant.212, etc.; εὐ. πρός τι well-disposed for it, Plu.Luc.42; τὸ εὐ., = εὐμένεια, Pl.Lg.792e; ξεῖνος δὲ ξείνῳ . . -έστατον πάντων Hdt.7.237: in Dor. Prose, Schwyzer 84 (Argos, v B. C.). 3 of actions, etc., εὐμενεῖ τύχα, νόῳ, Pi.O.14.15, P.8.18; εὐ. ὀλολυγμός signifying goodwill, friendly, A.Th. 268. 4 of places and things, γῆ εὐ. ἐναγωνίσασθαι favourable to fight in, Th.2.74; εὐμενεῖ ποτῷ (of a river) kindly, bounteous, A. Pers.487; of the air, mild, soft, Thphr.CP2.1.6; so of medicines, beneficial, ὑποχονδρίῳ καὶ σπλάγχνοισιν Hp.Acut.59, cf.Aret.CA1.3; but also, agreeable, [κόμμι]-έστερον κόλλης Hp.Art.33; of a road, easy, X.An.4.6.12 (Comp.). II Adv. -νῶς, Ion. -έως, A.Ag.952, Pl. Phd.89a, A.R.2.1275, etc.: Comp.-έστερον E.Hel.1298, Pl.Lg.718d; also -εστέρως Isoc.4.43, D.H.Rh.5.
German (Pape)
[Seite 1080] ές (μένος), gut gesinnt, wohlwollend, bes. von den Göttern, gnädig, θεοί Xen. Hell. 6, 4, 2; ἦτορ H. h. 21, 7; Κ ρονίδαι Pind. P. 2, 25; τύχη, νοῦς, Ol. 14, 16 P. 8, 19; εὐμενὴς ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ Aesch. Suppl. 669 u. oft; ὑμῖν δ' ἂν εἴη δῆμος εὐμενέστερος 483; von Sachen, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον Spt. 250; Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ Pers. 479; wie νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ Spt. 17; so Soph. u. Eur.; τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής Ar. Lys. 204; καὶ ἵλεως Plat. Phaedr. 257 a u. oft (wie Theocr. 5, 18); μετὰ τύχης εὐμενοῦς Legg. VII, 813 a; σύμμαχοι Rep. III, 416 b, wohlwollende, treue Bundesgenossen, wie Xen. u. A.; παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν Thuc. 2, 74; πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν Plut. Lucull. 42; – τὸ τῶν θεῶν εὐμενές, = εὔνοια, Dem. 4, 45. – Von Heilmitteln, die einen wohlthätigen Einfluß auf Etwas ausüben, heilsam, zuträglich, Hippocr. u. a. Medic.; Plut.; ähnlich ἡ τραχεῖα ὁδὸς τοῖς ποσὶν ἀμαχεὶ ἰοῦσιν εὐμενεστέρα ἢ ὁμαλὴ τὰς κεφαλὰς βαλλομένοις, bequemer, Xen. An. 4, 6, 12. – Adv. εὐμενῶς, θεὸς εὐμ. προσδέρκεται Aesch. Ag. 926; ἡδέως καὶ εὐμ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Plat. Phaed. 89 a; ἀκούειν Rep. X, 607 d u. A.; εὐμενεστέρως διατεθῆναι Isocr. 4, 43; εὐμενέστερον, Eur. Hel. 1298 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενής: -ές, (μένος) ὡς καὶ νῦν, καλῶς διατεθειμένος, εὔνους, ἀγαθός, τινι, πρός τινα, ἐπὶ τῆς καρδίας, Χαῖρε, Ποσείδαον γαιήοχε... εὐμενὲς ἦτορ ἔχων Ὁμ. Ὕμν. 22. 7 (οὐχὶ ἐν Ἰλ. οὔτε ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπὶ τῶν θεῶν, εὐμενέσσι... παρὰ Κρονίδαις Πινδ. Π. 2. 45· εὐμενὴς δ’ ὁ Λύκειος ἔστω Αἰσχύλ. Ἱκ. 686, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 2· ἵλεως καὶ εὐμενὴς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 2, Θεόκρ. 5. 18· Ἑρμῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 4767· Ζεὺς 7367e, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀγ. 516, Ἱκ. 488, Σοφ. Ἀντ. 212, κτλ.· εὐμ. πρός τι, καλῶς διατεθειμένος πρός τι, Πλουτ. Λούκουλλ. 42· τὸ εὐμενές = εὐμένεια, Πλάτ. Νόμ. 792Ε, Δημ. 53. 6· ξεῖνος δὲ ξείνῳ... εὐμενέστατον πάντων Ἡρόδ. 7. 237. 3) ἐπὶ ἐνεργειῶν, τόπων, κλ., εὐμενεῖ τύχᾳ, νόῳ Πινδ. Ο. 14. 24, Π. 8. 25· εὐμ. ὀλολυγμός, σημαίνων εὔνοιαν, φιλικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 268· γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι, εὐνοϊκὴ ὅπως ἀγωνισθῇ τις ἐν αὐτῇ, Θουκ. 2. 74· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ποταμοῦ, εὐεργετικός, Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 487· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ἤπιος, μαλακός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· οὕτως ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ἐπὶ ὁδοῦ, εὔκολος, ὡς τὸ εὐμαρής, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -έως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 952, Πλάτ. Φαίδων 89Α, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1275, κλ. - Συγκρ. -έστερον Εὐρ. Ἑλ. 1298, Πλάτ. Νόμ. 718D: ὡσαύτως -εστέρως Ἰσοκρ. 49Β, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1: - Ὑπερθετ. -έστατα Θ. Στουδ. 379C· -εστάτως Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφ. σ. 142.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bienveillant, bon : εὐμενὴς πρός τι bien disposé pour qch ; τὸ εὐμενές la bienveillance ; en gén. facile, commode : γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι THC terre favorable pour un combat;
Cp. εὐμενέστερος, Sp. εὐμενέστατος.
Étymologie: εὖ, μένος.