ἀπορρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρήγνῡμι Medium diacritics: ἀπορρήγνυμι Low diacritics: απορρήγνυμι Capitals: ΑΠΟΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: aporrḗgnymi Transliteration B: aporrēgnymi Transliteration C: aporrignymi Beta Code: a)porrh/gnumi

English (LSJ)

or ἀπορρηγνύω,

   A break off, δεσμὸν ἀπορρήξας Il.6.507, cf. Hdt. 3.32; ἧκε δ' ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος Od.9.481; πνεῦμ' ἀπέρρηξεν βίου snap the thread of life, die, A.Pers.507; ἀ. πνεῦμα, βίον, E.Or.864, IT974, cf. Tr.756; ἀ. ψυχήν AP7.313; τὰ μακρὰ τείχη ἀ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Th.4.69; ἀ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, a phrase of D. censured by Aeschin.3.72; ἀ. πάνυ τείνουσαι τὸ καλῴδιον Luc. DMeretr.3.3.    2 causal, ἀ. τὸν θυμόν let one's rage burst forth, D.H.Rh.9.5, cf. Luc.Am.43; burst out with a remark, App.BC2.81: —Pass., πόλεμος . . ἀπερρήγνυτο ἐς ἔργον Id.Syr.15.    3 ἀ. ἑαυτόν τινος tear oneself away, break away from, Plu.Marc.27; τῶν τοῦ πατρὸς ἐπιτηδευμάτων J.AJ10.3.1; deprive, τοὺς ἀδελφοὺς τῆς βασιλικῆς ἐλπίδος Id.BJ1.23.2.    II Pass., freq. in aor. ἀπερράγην [ᾰ] Hdt.8.19,etc.:pf. ἀπέρρηγμαι Ph.2.510; but 3sg. ἀπορέρηκται Gal. ap. Orib. 46.21.22:—to be broken off or severed from, ἀπό τινος Hdt.l.c., ib.37: abs., to be broken off, severed, Id.2.29, Th.5.10, etc.; break away from one's allegiance, rebel, J.BJ2.14.3.    2 Act., pf. ἀπέρρωγα in Pass. sense, Archil.47, etc.; φωνὴ ἀπερρωγυῖα a broken voice, Hp. Acut.(Sp.)10, Arist.Aud.804b20; ἀπερρωγώς broken in character, dissolute, Luc.Pseudol.17; οἵ γε μὴ τελέως -ότες Muson.Fr.12p.64H.; absurd, S.E.M.8.165.    III intr. in aor. 1 Act., ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν AP9.240 (Phil.); κακὸν ἀπέρρηξε Luc.Abd.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρήγνυμι: ἡ -ύω: μέλλ. -ρήξω: ἀποκόπτω, κόπτω, διαρρηγνύω, «σπάνω», δεσμὸν ἀπορρήξας Ἰλ. Ζ. 507· ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι Ἡρόδ. 3. 32· ἀποσπῶ, ἧκε δ’ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο Ὀδ. Ι. 481· πνεῦμ’ ἀπορρῆξαι βίου, ἀποκόψαι τὸ νῆμα τοῦ βίου, ἀποβιῶσαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· οὕτως, ἀπ. πνεῦμα, βίον Εὐρ. Ὀρ. 864, Ι. Τ. 974, πρβλ. Τρῳ. 751· ἀπ. ψυχὴν Ἀνθ. Π. 7. 313· τὰ μακρὰ τείχη ἀπ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Θουκ. 4. 69· ἀπ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, φράσις τοῦ Δημ. ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Αἰσχίνου 64. 3· ὅρα μη... ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλῴδιον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 3. 3) κάμνω τι ἢ ἀφίνω αὐτὸ νὰ ξεσπάσῃ, ἀπ. τὸν θυμὸν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 9. 5, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 43, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: -οὕτως ἐν τῷ παθ., πόλεμος... ἀπερρήγνυτο Ἀππ. Συρ. 15. ΙΙ. Παθ., κυρίως κατ’ ἀόρ., ἀπερράγην [ᾰ] Ἡρόδ., κτλ.: -ἀποσπῶμαι ἢ ἀποχωρίζομαι, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 19, 37: ἀπολ., διασπῶμαι, διαχωρίζομαι, ὁ αὐτ. 2. 29, Θουκ. 5. 10, κτλ., πρβλ. τὴν λ. ἀκτίς. 2) ὁ ἐνεργ. πρκμ. ἀπέρρωγα κεῖται ὡσαύτως ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀρχίλ. 126, κτλ.· φωνὴ ἀπερρωγυῖα, φωνὴ διακεκομμένη, Ἱππ. 398, 3, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 71· ἀπερρωγώς, παραλελυμένος, ἀκόλαστος, ἄσωτος, Λουκ. Ψευδολ. 17· ἀλλόκοτος, γελοῖος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 165. 3) παρὰ Φίλωνι ἀπαντᾷ καὶ παθ. πρκμ. ἀπέρρηγμαι 2. 510· καί, 4) ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 9, 240 ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν, καὶ ἐν Λουκ. Ἀποκηρ. 6 κακὸν ἀπέρρηξε.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπορρήξω, ao. ἀπέρρηξα, pf.2 au sens neutre ἀπέρρωγα;
Pass. f. ἀπορραγήσομαι, ao.2 ἀπερράγην;
arracher, briser : τι ἀπό τινος séparer violemment une chose d’une autre ; βίον EUR arracher la vie ; Pass. se briser, se séparer violemment de, ἀπό τινος.
Étymologie: ἀπό, ῥήγνυμι.