ἀθέσφατος
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
ον,
A beyond even a god's power to express, unutterable: or not according to a god's utterance, unblest, portentous, awful, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, Il.3.4, Od.7.273, 11.373; vast, ἀ. οἶνος, σῖτος, Od.11.61, 13.244; βόες 20.211; of great beauty, ὕμνος Hes.Op.662; φρὴν ἱερὴ καὶ ἀ. Emp.134.4.—Once in Trag., ἀ. θέα E.IA232 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέσφᾰτος: -ον, = ὁ ὑπερβαίνων καὶ θεοῦ δύναμιν εἰς τὸ νὰ παρασταθῇ διὰ λέξεων, ὃν ἀδύνατον εἶνε νὰ ἐκφράσῃ τις, ἀνέκφραστος, ἄρρητος, θαυμαστός· ἐπὶ τρομερῶν ἢ ἐκπληκτικῶν πραγμάτων, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, Ἰλ. Γ. 4, Ὀδ. Η. 273., Λ. 373· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς ἐπὶ μεγάλης ποσότητος ἢ διαστάσεως· ἀθ. οἶνος, σῖτος, Ὀδ. Λ. 61., Ν. 244. βόες, Υ. 211· ἐπὶ μεγάλης καλλονῆς, ὕμνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 660· μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ. ἀθ. θέα, Εὐρ. Ι. Α. 232. (λυρ.)· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. θέσκελος 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que les dieux mêmes ne sauraient exprimer, càd dont on ne peut dire la grandeur, la beauté : νὺξ ἀθέσφατος nuit sans fin ; ἀθέσφατος θέα EUR spectacle admirable.
Étymologie: ἀ, θεός, φημί.
English (Autenrieth)
(θεός, φημί, ‘not to be said even by a god’): unspeakable, indescribable, immense, prodigious (of quality or quantity); γαῖα, θάλασσα, ὄμβρος, νύξ, and even οἶνος, σῖτος.
Spanish (DGE)
(ἀθέσφᾰτος) -ον
inexpresable por su cantidad ὄμβρος Il.3.4, βόες Od.20.211, φῦλα ἀνθρώπων h.Ap.298, οἶνος Od.11.61, σῖτος Od.13.244, ὄλβος Theoc.25.24, βοῶν ὄνθος Nonn.D.37.653, por su tamaño θάλασσα Od.7.273, γαῖα h.Hom.15.4, ἤπειρος A.R.4.636, cf. 3.294, κύκλος Orph.Fr.118, πώεα λίμνης Opp.Hal.2.547
•inefable, maravilloso, indescriptible por su belleza ὕμνος Hes.Op.662, θέα E.IA 232, por ser terrible ὄψ (de Tifeo), Hes.Th.830, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.16, por su infinitud νύξ Od.11.373, φρὴν ἱερὴ καὶ ἀ. Emp.B 134.4
•neutr. como adv. βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον Musae.115
•prob. indecible por no hacerse público antes de su muerte (en alusión a Virgilio) γράψει μάλ' ἀθέσφατα Orac.Sib.11.167.
Greek Monotonic
ἀθέσφᾰτος: -ον, αυτός τον οποίο δεν μπορεί να εκφράσει ούτε ο θεός· ανείπωτος, ανέκφραστος, τρομερός· ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, σε Όμηρ.· επίσης εκπληκτικός σε μέγεθος, διάσταση, τιμή, ποσότητα· ἀθέσφατος, -οι, οἶνος, σῖτος, βόες, σε Ομήρ. Οδ.