γηράσκω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
fut. γηράσομαι [ᾱ] Critias 1.5 (and in compds., ἐγ-, κατα-, συγ-, Th.6.18, Ar.Eq.1308, E.Fr.1058);
A γηράσω Pl.R.393e: poet. inf. γηρᾱσέμεν Simon.85.9: aor. ἐγήρᾱσα (κατ-) Hdt.2.146, Pl.Tht.202d (also causal, cf. infr. 11): acc. fem. part. γηράσασαν (v.l. γηρᾶσαν) Hdt.7.114: pf. γεγήρᾱκα S.OC727, etc.:—also γηράω X. Cyr.4.1.15, Arist.EN1135b2, Men.481.14, Plu.2.911b, part. γηρῶν Epict.Fr.3: aor. 2 (as if from γήρημι or γήρᾱμι) ἐγήρα Il.7.148, 17.197, Od.14.67, (κατ-) Hdt.6.72; inf. γηράναι [ᾰ] A.Ch.908 (cum Sch.), S.OC870 (so EM230.53, but γηρᾶναι Moer.115), part. γηράς Il.17.197, dat. pl. γηράντεσσι Hes.Op.188, gen. pl. <ὑπερ-> γηράντων dub. in Ael.NA7.17; also γηρείς, έντος, Xenoph.9:—Med., γηράσκομαι Hes.Fr.171:—Pass., (ὑπερ-) γηραθείς Ps.-Callisth.1.25:—grow old, and in aor. and pf., to be so, κηρύσσων γήρασκε grew old in his office of herald, Il.17.325, cf. 2.663, etc.; of things, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ γ. Od.7.120; χρόνος γηράσκων A.Pr.981; πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνήρ S.Fr.487; μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Men.Mon.347; τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος S.OC727: c. acc. cogn., βίον τοιοῦτον γηράναι ib.870:—so in Med., Hes.Fr.171. II causal in aor. 1 ἐγήρᾱσα, bring to old age, ἐγήρασάν με τροφῇ A.Supp.894; γηράσας πόδα (but perh. acc. cogn.) AP6.94 (Phil.). (Akin to γέρων, γῆρας.)
Greek (Liddell-Scott)
γηράσκω: Ὄμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· μέλλ. γηράσομαι [ᾱ], Κριτίας 7. 5 (καὶ ἐν συνθέτ. ἐγ-, κατα-, συγ-, Θουκ. 6. 18, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, Εὐρ. Ἀποσπ. 1044)· ἀλλὰ γηράσω Σιμων. 85. 9, Πλάτ. Πολιτ. 393Ε· ἀόρ ἐγήρᾱσα Ἡρόδ. 7. 114, (κατ-) ὁ αὐτ. 2. 146, Πλάτ. Θεαιτ. 202D (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· πρκμ. γεγήρᾱκα Σοφ. Ο. Κ. 727, Εὐρ. Ἴωνι 1392·- εὕρηται ὡσαύτως ἐνεστὼς γηράω (Ξεν. Κύρ. 4. 1, 15, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 3, Μένανδρ. Ὑποβ. 2. 14, Μονοστ. 283, 608, Πλούτ. 2. 911Β, πρβλ. καταγηράω)· ἀπαντῶσι δὲ καὶ τινες τύποι ἀορ. β', ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ., γήρημι ἢ γήρᾱμι, ἤτοι ἐγήρα Ἰλ. Η. 148, Ρ. 197, Ὀδ. Ξ. 67, (κατ-) Ἡρόδ. 6. 72· ἀπαρ. γηράναι [ᾰ] Αἰσχύλ. Χο. 908, Σοφ. Ο. Κ. 870 (ἔνθα τινὲς γράφουσι γηρᾶναι, ὡς εἰ ἐξ ἀορ. α' ἐγήρᾱνα, ἀλλ' ἴδε Ε. Μ. 250. 53, Θωμ. Μ. 192· μετοχ. γηρὰς Ἰλ. Ρ. 197 (πρβλ. ἀπογηράσκω), δοτ. πληθ. γηράντεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 188· (πρβλ. τὰς μετοχ. τοῦ ἀορ. ἀποκλάς, βροντάς, γελάς, ἀντὶ ἀποκλάσας, κτλ.)· ἕτερος σπάνιος τύπος τῆς μετοχῆς εἶναι γηρείς, ἐντος, Ξενοφάν. (8) ἐν τῷ Ε. Μ. (γῆρας, γέρων). Γίνομαι γέρων καὶ ἀδύνατος, καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ. εἶμαι τοιοῦτος, κηρύσσων γήρασκε, εἰσήρχετο εἰς τὸ γῆρας, ἐγίνετο γέρων ἐν τῇ ἐξασκήσει τοῦ ὑπουργήματος αὑτοῦ ὡς κήρυκος, Ἰλ. Ρ. 325, πρβλ.Β. 663,ΚΤΛ.˙ ἐπὶ πραγμάτων ,ὄγχνη ἐπ᾿ ὄγχνῃ γ. Ὀδ. Η. 120· χρόνος γηράσκων Αἰσχύλ. Πρ. 981· πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 434· μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Μένανδ. Μονοστ. 347· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., βίον τοιῦτον γηράναι Σοφ. Ο. Κ. 870·- οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡσ. παρὰ Πλουτ. 2. 415C. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α' ἐγήρᾱσα, ἔφερα εἰς τὸ γῆρας, ἔκαμα νὰ γηράσῃ τις, ἐγήρασάν με τροφῇ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 894· γηράσας πόδα Ἀνθ. II. 6. 94.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.2 inf. γηράναι et part. γηράς;
vieillir ; en parl. de fruits mûrir.
Étymologie: γῆρας.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἐγήρᾶ, part. γηράς: grow old; of fruit, ‘ripen,’ Od. 7.120.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [pres. inf. γηρασκέμεν Od.4.210; fut. inf. γηρασέμεν Semon.1.8, γεράσειν Pl.R.393e, v. med. ind. γηράσεται Critias Eleg.8.5; aor. rad. atem. ind. ἐγήρα Il.7.148, inf. γηράναι A.Ch.908, γηρᾶναι S.OC 870, X.Mem.3.12.8 (como propio de la koiné) Moer.106, part. γηράς Il.17.197, dat. plu. γηράντεσσι Hes.Op.188, pero γηρείς Lyr.Iamb.Adesp.4W., gen. sg. γηρέντος Xenoph.8, aor. sigm. imper. γηράσατε Clem.Al.Prot.10.108, part. fem. γηράσασα Hdt.7.114; perf. γεγήρακα S.OC 727]
v. tb. γηράω, γήρημι
I 1envejecer, hacerse mayor o viejo ἤδη γηράσκοντα Λικύμνιον Il.2.663, cf. 24.541, ὅτε γηράσκωσι ... φῦλ' ἀνθρώπων Od.15.409, λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν Od.4.210, κηρύσσων γήρασκε había envejecido cumpliendo de heraldo, Il.17.325, αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας Hes.Op.185, cf. Tyrt.8.39, Thgn.937, Hdt.l.c., σὺν φιλεῦντι γηράσκει πόσι Semon.8.86, γηράσκω δ' αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος Sol.22.7, cf. Democr.B 206, πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γηράσκων ἀνήρ S.Fr.487.3, ἄτεκνος γηράσκω E.Supp.967, cf. Alc.736, Io 619, γηράσκει δ' ὁ γήρων ... ἐλαφρότερον Call.Fr.41.1, γηράσκεις, Τιθωνέ AP 5.3 (Antip.Thess.), οὐ γὰρ μ' ἔθρεψαν, οὐδὲ γηράσω τροφῇ pues no me criaron ni con su alimento me haré viejo A.Supp.894, γηράσκει πάνθ' ὑπὸ τοῦ χρόνου Arist.Ph.221a31, op. ‘morir’ οὔτε ... γηρασέμεν οὔτε θανεῖσθαι Semon.l.c., ὁ γεγηρακώς el viejo, PSI 685.13 (IV d.C.), POxy.904.2 (V d.C.)
•c. ac. de rel. γηράσας πόδα ref. a un viejo bailarín AP 6.94 (Phil.)
•de animales, Arist.GA 785a22, de plantas, Thphr.HP 3.12.6
•en v. med. alcanzar la edad τρεῖς δ' ἐλάφους ὁ κόραξ γηράσκεται Hes.Fr.304.3.
2 sólo aor. rad. atem. llegar a viejo ᾧ παιδὶ ὄπασσε (τὰ τεύχεα) γηράς· ἀλλ' οὐχ' υἱὸς ... ἐγήρα cedió (las armas) a su hijo cuando envejeció; pero el hijo no llegó a viejo, Il.17.197, cf. 7.148, Od.14.67, γηράντεσσι τοκεῦσιν a los padres ya ancianos Hes.Op.188, cf. Xenoph.l.c., Lyr.Iamb.Adesp.l.c., ἐγώ σ' ἔθρεψα, ξὺν δὲ γηράναι θέλω yo te crié, junto (a tí) quiero envejecer A.l.c., cf. X.l.c.
•c. ac. int. βίον τοιοῦτον ... γηρᾶναι S.OC 870.
II fig.
1 madurar el fruto ὄχνη Od.7.120
•madurar, adquirir solera c. ac. int. οὐ ... τι γηράσκουσιν αἱ τέχναι καλῶς Men.Fr.408.
2 avanzar, transcurrir, pasar el tiempo μετὰ τὴν σκιὰν τάχιστα γηράσκει χρόνος Critias B 26, χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων A.Eu.286, cf. Pr.981.
3 envejecer, debilitarse τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακεν σθένος S.OC 727, χάριν ... γηράσκουσαν ἐχθαίρω φίλων E.HF 1223, cf. Men.Mon.477, Pamprepius 4.4, μύθων ... γεγηρακότων mitos anticuados Eus.VC 3.54, tb. en v. med. οὔ ποτέ σου φιλότης γηράσεται Critias l.c.
•c. suj. de pers. γηράσατε πρὸς δεισιδαιμονίαν envejeced para la superstición op. ‘nacer a la verdadera fe’, Clem.Al.l.c.