ἀφικάνω

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐκάνω Medium diacritics: ἀφικάνω Low diacritics: αφικάνω Capitals: ΑΦΙΚΑΝΩ
Transliteration A: aphikánō Transliteration B: aphikanō Transliteration C: afikano Beta Code: a)fika/nw

English (LSJ)

[ᾱ], Ep.

   A = ἀφικνέομαι, only pres. and impf., arrive at, mostly c. acc., Od.14.159, al.; πρὸς τεῖχος . . ἀφικάνει Il.6.388: c. gen., A.R.1.177.

German (Pape)

[Seite 411] (s. ἱκάνω), nur praes. u. impf., hingelangt sein, hinkommen, Hom. mit dem bloßen acc. des Zieles; Il. 6, 388 πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει; 14, 43 δεῦρ' ἀφικάνεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐκάνω: [ᾱ], Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· ὡσαύτως μετὰ προθ., πρὸς τεῖχος… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἀφίκανον;
parvenir à, arriver à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἱκάνω.

English (Autenrieth)

be come to, arrived at (from somewhere); δεῦρο, πρός τι, always with perf. signif., exc. Od. 9.450, and in Od. always w. acc. of end of motion.

Spanish (DGE)

(ἀφῐκάνω)
• Prosodia: [-κᾱ-]

• Morfología: [sólo pres. e impf.]
llegar, alcanzar c. ac. ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω Od.14.159, ἀκτὴν Αἰαίην A.R.4.849, πεδίον Q.S.4.565, cf. 7.561, κονίη νεφέλας ἀφικάνει Orph.H.38.12
c. πρός y ac. πρὸς τεῖχος ... ἀφικάνει Il.6.388
c. ἐς, εἰς y ac. ἐς Τροίην Q.S.8.245, ἐς κλισίην Q.S.8.497, εἰς Μινύας Orph.A.111
c. adv. Ἄδμητος δ' ἀφίκανε Φεραιόθεν Orph.A.175.

Greek Monolingual

ἀφικάνω (Α) ικάνω
(επικός τ. αντί αφικνούμαι) φθάνω κάπου.