ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ἡ,
A meddlesomeness, Pl.R.444b, Procl. in Alc.p.14 C.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πρᾶγμα.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
intromisión ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.in Alc.14.
Greek Monolingual
ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) ἀλλοτριοπράγμων
η αλλοτριοπραγία.