ἀντίπαις
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
αιδος, ὁ, ἡ,
A like a child, γραῦς A.Eu.38; little more than a child, θυγατρὸς ἀντίπαιδος E.Andr.326; ἡλικία Luc.Am.2. II instead of a boy, i.e. no longer e boy, S.Fr.564(s.v.l.). 2 Subst., a mere boy, Plb.15.33.12, 27.15.4, D.H.4.3, Plu.Aem.22, Luc.Somn. 16, Ant.Lib.13.5.
German (Pape)
[Seite 256] παιδος, 1) einem Knaben, Kinde ähnlich, γραῦς Aesch. Eum. 38. – 2) erwachsener Knabe, erwachsenes Mädchen, Eur. Andr. 326; τὴν ἡλικίαν ἀντίπαις Pol. 15, 33. 27, 13. – Nach Poll. 2, 9 bes. in der neueren Kom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπαις: ὁ, ἡ, ἰσόπαις, ὅμοιος παιδί, «σὰν παιδί», ἀντίπαις μὲν οὖν ἡ [[[γραῦς]]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 38· θυγατρὸς ἀντίπαιδος Εὐρ. Ἀνδρ. 326. ΙΙ. ὁ ἐκβεβηκὼς τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ μὴ ὢν πλέον παῖς, Σοφ. Ἀποσπ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς παρὰ Πολυβ. 15. 33, 12., 27. 13, 4. ― Πρβλ. ἀντίθεος.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
1 semblable à un enfant;
2 encore presque enfant.
Étymologie: ἀντί, παῖς.
Spanish (DGE)
-δος
1 que es como un niño δείσασα γὰρ γραῦς οὐδέν, ἀντίπαις μὲν οὖν pues una vieja asustada no es nada, es como un niño A.Eu.38.
2 el que ha dejado de ser un niño, adolescente, y según el cont. casi un niño ref. a la edad entre el παῖς y el ἔφηβος: θυγάτηρ E.Andr.326, ἡλικία Luc.Am.2
•como pred. nominal muchacho, adolescente S.Fr.564, ἀντίπαιδα τὴν ἡλικίαν ὄντα Plb.15.33.12, cf. Plb.27.15.4, Plu.Aem.22, Ael.NA 6.42, ἀντίπαις ἔτι ὤν Luc.Somn.16, cf. D.H.4.3, Ant.Lib.13.5, Plu.2.261e.
Greek Monolingual
ἀντίπαις, ο, η (Α)
1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί
2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία
3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί
4. ως ουσ. το παιδί.