ἀτιμαγελέω

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμᾰγελέω Medium diacritics: ἀτιμαγελέω Low diacritics: ατιμαγελέω Capitals: ΑΤΙΜΑΓΕΛΕΩ
Transliteration A: atimageléō Transliteration B: atimageleō Transliteration C: atimageleo Beta Code: a)timagele/w

English (LSJ)

(ἀγέλη)

   A forsake the herd, stray, Arist.HA572b19, 611a2, Theoc.9.5: metaph., try to escape, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 386] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμᾰγελέω: καταλείπω τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ ταῦρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ ἀλλήλων εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, μηδαμῶς καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, ὑπερηφανεύομαι, Λουκ. Λεξιφ. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 abandonner le troupeau par dédain ; s’égarer;
2 p. anal. déserter.
Étymologie: ἀτιμαγέλης.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. part. ἀτιμαγελεῦντες Theoc.9.5]
desmandarse, hacerse cimarrón de toros, Arist.HA 572b19, 611a2, Theoc.l.c.
fig. de pers. ὁ στρατηγός ... ἀτιμαγελοῦντι καρπόδεσμα ... περιθείς Luc.Lex.10.

Greek Monotonic

ἀτῑμᾰγελέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω τα κοπάδια, σε Θεόκρ.