παραστάτης
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
[στᾰ], ου, ὁ,
A one who stands by or near, defender, φρουροὶ καὶ π. πυλῶν E.Rh.506. II one's comrade on the flank (opp. προστάτης, front-rank-man, ἐπιστάτης, rear-rank-man), τὸν ἑωυτοῦ π. Hdt.6.117, cf. X.Cyr.3.3.59, 8.1.10 ; παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Polyaen. 2.10.4. 2 generally, comrade, Pi.N.3.37, A.Pers.957 (lyr.), Hdt. 6.107 (pl.), S.Ant.671, etc. ; the ephebi were bound by oath μὴ καταλείπειν τὸν π., Poll.8.105, cf. Arist.EN1130a30, Stob.4.1.48 ; of a horse, π. ἐν μάχαις Babr.76.3 : hence, assistant, supporter, δίκης E. Fr.295 ; of the gods, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους X.Cyr.3.3.21 ; esp. of the Dioscuri, Trag.Adesp. 14. 3 right- or left-hand-man in a chorus when drawn up in order, Arist.Pol. 1277a12, Metaph. 1018b27. 4 official of a collegium, IG14.925 (Portus). III the ministers of the Eleven at Athens, AB 296, Phot., EM652.16. IV Medic., οἱ π. testicles, Ph.1.45, Ath.9.395f, etc. : personified, in dual, Pl.Com. 174.13 ; also, of the epididymis, Hp.Oss.14, cf. Gal.19.128. 2 of the σπερματικοὶ πόροι, π. ἀδενοειδεῖς, κιρσοειδεῖς, Herophil. ap.Gal.UP14.11, cf. Ruf.Onom. 185, Gal.4.643. 3 in sg., = ὀστέον ὑοειδές, Herophil. ap. Poll.2.202 and Ruf.Onom.155. V in a ship, pieces of wood to stay the mast, IG22.1606.36, 1607.5,15,78, 1611.38 : dual παραστάτα ib. 1608.34. VI outer vertical standard in plinth of torsion-engine, Ph.Bel.55.10, Hero Bel.91.10.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο θεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ καὶ παραστάτας ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln.
Greek (Liddell-Scott)
παραστάτης: -ου, ὁ, (παρίσταμαι) ὁ πλησίον ἱστάμενος, ὑπερασπιστής, φρουροὶ καὶ π. πυλῶν Εὐρ. Ρῆσ. 506. ΙΙ. ὁ παραπλεύρως ἱστάμενος συστρατιώτης (ὡς προστάτης καλεῖται ὁ πρό τινος ἱστάμενος συστρατιώτης, ἐπιστάτης δὲ ὁ ἐν τῇ ὄπισθεν σειρᾷ ἱστάμενος), τὸν ἑωυτοῦ π. Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10· παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Πολύαιν. 2. 10, 4, ἔνθα ἴδε Casaub.· - ἀκολούθως καθόλου, σύντροφος, Ἡρόδ. 6. 107, Πινδ. Ν. 3. 62, Αἰσχύλ. Πέρσ. 956, κτλ.· οἱ ἔφηβοι ὑπισχνοῦντο ἐνόρκως μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην, Πολυδ. Η΄, 105, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 5, Λυκοῦργ. 157. 28· - ἐπὶ ἵππου, π. ἐν μάχαις Βάβρ. 76. 3· - ἐντεῦθεν, βοηθός, συνήγορος, δίκης Εὐρ. Ἀποσπ. 297· ἐπὶ τῶν θεῶν, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους Ξεν. Κύρ. 3. 3, 21, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 30. 2) ὁ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερὰ σύντροφος, ἐν χορῷ τεταγμένῳ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4. ΙΙΙ. οἱ ὑπηρέται τῶν ἕνδεκα ἐν Ἀθήναις, Α. Β. 296, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. IV. οἱ παραστάται, οἱ ὄρχεις, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, Ἱππ. 278. 36, Ἀθήν. 395F, κτλ. V. ἐπὶ πλοίου, δύο τεμάχια ξύλου ὑποστηρίζοντα τὸν ἱστὸν, Böckh’s Urk. ü. d. Att. Seewesen σελ. 126. VI. = παραστάς. Βιτρούβ. 10. 15· καὶ ὡς θηλ., 5. 1 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῆς parastaticae).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se tient auprès ; p. suite :
1 assistant, soutien, auxiliaire;
2 soldat placé dans les rangs à côté d’un autre, et spécial. fantassin placé à côté d’un cavalier;
3 p. anal. (t. méd.) les bourses.
Étymologie: παρίστημι.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν παρίσταμαι
αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον
νεοελλ.
1. αρχιτ. η παραστάδα
2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της ωοθήκης τών αγγειόσπερμων φυτών
νεοελλ.-αρχ.
1. βοηθός, συνεπίκουρος
2. στρατ. α) (σε στρατιωτική παράταξη) καθένας από τους στρατιώτες που βρίσκονται στις δυο πλευρές ενός άλλου, συστρατιώτης
β. καθένας από τους άνδρες που πλαισιώνουν τον σημαιοφόρο κατά τις επίσημες παρελάσεις ή παρατάξεις για απόδοση τιμών
3. ναυτ. καθένα από τα όρθια ξύλα πάνω στα οποία προσδένονται τα παραρρύματα τών μικρών ιστιοφόρων πλοίων, ο μπαμπάς του κορακιού
μσν.-αρχ.
υπερασπιστής
αρχ.
1. (γενικά) σύντροφος
2. βοηθός, συνήγορος
3. (για θεό) προστάτης
4. (για χορευτές) ο προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά σύντροφος στον χορό που είναι παρατεταγμένος στην ορχήστρα
5. ανώτατος υπάλληλος συλλόγου ή σωματείου
6. υπηρέτης, θεράπων
7. στον πληθ. οἱ παραστάται
οι υπηρέτες τών ένδεκα, δηλ. τών κληρωτών αρχόντων στην Αθήνα που επόπτευαν τις φυλακές και φρόντιζαν για την εκτέλεση τών θανατικών ποινών
8. ο εξωτερικός κατακόρυφος κανόνας καταπέλτη
9. ανατ. το υοειδές οστό του τραχήλου
10. (το αρσ. στον πληθ.) α) οι όρχεις
β) η επιδιδυμίδα
γ) οι σπερματικοί πόροι.