κατώτερος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώτερος Medium diacritics: κατώτερος Low diacritics: κατώτερος Capitals: ΚΑΤΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: katṓteros Transliteration B: katōteros Transliteration C: katoteros Beta Code: katw/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. Adj. from κάτω,

   A lower, Hp.Fract.31, LXX 3 Ki.9.17, etc.; τὰ κ. μέρη τῆς Ep.Eph.4.9; more southerly, Vett. Val.34.21.    2 of Time, later, younger, Call.Cer.131. Adv. κατωτέρω, v. κάτω.

German (Pape)

[Seite 1407] compar. zu κάτω, der untere, Hippocr. u. Sp. – Von der Zeit, der spätere, jüngere, Callim. Cer. 131. – Κατωτέρω, s. κάτω.

Greek (Liddell-Scott)

κατώτερος: αον, συγκρ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, χαμηλότερος, Ἱππ. Ἀγμ. 773, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, μεταγενέστερος, νεώτερος, Καλλ. εἰς Δήμ. 130·- Ἐπίρρ. κατωτέρω, ἴδε ἐν λ. κάτω.

English (Strong)

comparative from κάτω; inferior (locally, of Hades): lower.

English (Thayer)

κατώτερα, κατώτερον (comparitive of κάτω, see ἀνώτερος) (Hippocrates, Theophrastus, Athen., others), lower: (ὁ Χριστός) κατέβη εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, τόν τόπον τόν κάτω καλούμενον, Plato, Phaedo, p. 112c.), taking τῆς γῆς as a partitive genitive (see ᾅδης, 2). But the mention of tiffs fact is at variance with the connection. Paul is endeavoring to show that the passage he has just before quoted, τά κατώτερα τῆς γῆς denotes, the lower parts of the universe, which the earth constitutes — τῆς γῆς being a genitive of apposition; cf. Winer's Grammar, § 59,8a.; Grimm, Institutio theol. dogmat. edition 2, p. 355ff

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -έρα (ΑΜ κατώτερος, -έρα, -ον) κάτω
αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο»
β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.)
νεοελλ.
φρ. «κατώτερος άνθρωπος» — αυτός που στερείται πνευματικών και ψυχικών χαρισμάτων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πιο χαμηλή ποιότητα συγκρινόμενος με κάποιον άλλο, ο υποδεέστερος (α. «ύφασμα κατώτερης ποιότητας» β. «κατώτερος υπάλληλος»)
αρχ.
1. νοτιότερος
2. υστερότερος, νεώτερος.
επίρρ...
κατώτερα (ΑΜ κατωτέρω)
στο μέρος που βρίσκεται πιο κάτω, χαμηλότερα.