ἀσπάλαθος

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπάλᾰθος Medium diacritics: ἀσπάλαθος Low diacritics: ασπάλαθος Capitals: ΑΣΠΑΛΑΘΟΣ
Transliteration A: aspálathos Transliteration B: aspalathos Transliteration C: aspalathos Beta Code: a)spa/laqos

English (LSJ)

[πᾰ], ὁ, Ar.Fr.749, but more commonly ἡ, as Pherecr. 109 (s. v.l.), Thphr.Od. 33:—name of a

   A spinous shrub, yielding a fragrant oil, = ἐρυσίσκηπτρον, camel's thorn, Alhagi maurorum, Thphr.9.7.3, Od.33, Dsc.1.20.    2 thorny trefoil, Calycotome villosa, Thgn.1193 (pl.), Arist.Pr.906b11, Theoc.4.57 (pl.), 24.89.    3 Genista acanthoclada, used as an instrument of torture, ἐπ' ἀσπαλάθων τινὰ κνάμπτειν Pl.R.616a.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, Ar. B. A. 10, wo es ἀκανθῶδες φυτόν erkl. ist; auch ἡ, Pherecrat. bei Ath. XV, 685 b, ein dorniger Strauch, von dem die Rinde der Wurzel zu wohlriechenden Oelen gebraucht wurde, Plat. Rep. X, 616 a; Theocr. 4, 57 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάλᾰθος: -ου, ὁ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 588, ἀλλὰ συνηθέστερον, ἡ, ὡς Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 2· «θάμνος ἐστὶ ξυλώδης, ἀκάνθαις πολλαῖς κεχρημένος... ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. Ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι ὑπέρυθρος ἢ πορφυρίζων, πυκνός, εὐώδης, πικρίζων ἐν τῇ γεύσει» κτλ. Διοσκ. 1. 19, Λατ. Genista acanthoclada, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θανόντι Θέογν. 1193· στύφει δὲ καὶ ἡ ἀσπάλαθοςεὐώδης Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 3, Θεόκρ. 24. 87: ― ὡς εἶδος βασανιστηρίου, συμποδίσαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν... εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάπτοντες Πλάτ. Πολ. 616Α. ― Κατὰ τὸν Sibthorp τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ φυτοῦ τούτου εἶναι: ἀσπάλατος ἢ ἀσπαλαθειά.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ ou ἡ)
aspalathe ou genêt épineux, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [pero ἡ Pherecr.114, Thphr.Od.33]
arbusto espinoso del que se extrae un producto aromático, quizá aulaga, ginesta o tojo, prob. Astragalus sp., s. cont. Ar.Fr.783, descripción en Dsc.1.20, Plin.HN 12.110, 24.111, POxy.3766.103 (IV d.C.), c. ref. al aroma, Arist.Pr.906b11, Thphr.l.c., HP 9.7.3, LXX Si.24.15, Gp.7.20.7, 15.1.31
como ingrediente de un medicamento, Hp.Steril.232
para el κοῦφι egipcio, Plu.2.383e
gener. ref. a las espinas ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θάνοντι Thgn.1193, μὴ νήλιπος ἔρχεο ... ἐν γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι κομόωντι Theoc.4.57, cf. 24.89, Moer.54, Hsch., irón. ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες Pherecr.l.c., como tormento εἷλκον ... ἐπ' ἀσπαλάθων κναμπτόντες Pl.R.616a.