θεώρημα

From LSJ
Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεώρημα Medium diacritics: θεώρημα Low diacritics: θεώρημα Capitals: ΘΕΩΡΗΜΑ
Transliteration A: theṓrēma Transliteration B: theōrēma Transliteration C: theorima Beta Code: qew/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sight, spectacle, λόγοι καὶ θεωρήματα D.18.68; θ. καὶ ἀκροάματα Aristox.Fr. Hist.15; θ. καὶ ἀκούσματα D.C.52.30: generally, festival, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Pl.Lg.953a.    2 object of contemplation, τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν . . εἶναι θ. Arist.Mem.450b25; vision, Id.Div.Somn.463b19; intuition, θ. κοινά Chrysipp.Stoic.3.72,al., cf. Phld.Po.5.25 (pl.).    II of the mind, speculation, theory, Arist. Metaph.1083b18, Top.104b1; τὰ κατὰ φυσιολογίαν θ. Metrod.Herc.831.8; speculative proposition, M.Ant.1.8.    b datum or rule of art, Cic.Fam.6.11 (pl.); τέχνης θ. Phld.Rh.2.94S.,al.(pl.), cf. Stoic.3.51; ἰατρικῆς θ. Corn.ND33 (pl.); scheme, plan, Plb.6.26.10: pl., θεωρήματα, τά, arts and sciences, Id.10.47.12; αἱ τέχναι ἐκ -ημάτων εἰσίν Gal.1.106.    c Math., theorem, Archim.Sph.Cyl.1Prooem., al., Papp.30.6, al., Procl.in Euc.p.201 F.; also ἀστρονομικὰ θ. Phlp.in Mete.104.19.    2 subject of investigation, Plb.1.2.1, D.H.Comp. 2.    b investigation, Plu.2.1131c.

German (Pape)

[Seite 1205] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, θεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεώρημα: τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ θέαμα, Δημ. 247, 22˙ θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - καθόλου, ἑόρτασμα, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν... εἶναι θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρία, σκέψις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, κανών, Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, θεώρημα, πρότασις ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = θεώρησις, Πλούτ. 2. 1131C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 spectacle, fête ; fig. objet d’étude ou de méditation ; règle, principe ; p. anal. précepte de morale;
2 contemplation, méditation, recherche.
Étymologie: θεωρέω.

Spanish

figura