θεώρημα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ατος, τό,
A sight, spectacle, λόγοι καὶ θεωρήματα D.18.68; θ. καὶ ἀκροάματα Aristox.Fr. Hist.15; θ. καὶ ἀκούσματα D.C.52.30: generally, festival, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Pl.Lg.953a. 2 object of contemplation, τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν . . εἶναι θ. Arist.Mem.450b25; vision, Id.Div.Somn.463b19; intuition, θ. κοινά Chrysipp.Stoic.3.72,al., cf. Phld.Po.5.25 (pl.). II of the mind, speculation, theory, Arist. Metaph.1083b18, Top.104b1; τὰ κατὰ φυσιολογίαν θ. Metrod.Herc.831.8; speculative proposition, M.Ant.1.8. b datum or rule of art, Cic.Fam.6.11 (pl.); τέχνης θ. Phld.Rh.2.94S.,al.(pl.), cf. Stoic.3.51; ἰατρικῆς θ. Corn.ND33 (pl.); scheme, plan, Plb.6.26.10: pl., θεωρήματα, τά, arts and sciences, Id.10.47.12; αἱ τέχναι ἐκ -ημάτων εἰσίν Gal.1.106. c Math., theorem, Archim.Sph.Cyl.1Prooem., al., Papp.30.6, al., Procl.in Euc.p.201 F.; also ἀστρονομικὰ θ. Phlp.in Mete.104.19. 2 subject of investigation, Plb.1.2.1, D.H.Comp. 2. b investigation, Plu.2.1131c.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, θεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θεώρημα: τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ θέαμα, Δημ. 247, 22˙ θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - καθόλου, ἑόρτασμα, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν... εἶναι θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρία, σκέψις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, κανών, Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, θεώρημα, πρότασις ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = θεώρησις, Πλούτ. 2. 1131C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 spectacle, fête ; fig. objet d’étude ou de méditation ; règle, principe ; p. anal. précepte de morale;
2 contemplation, méditation, recherche.
Étymologie: θεωρέω.