ἀσύντακτος
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον,
A disorganized, X.Cyr.8.1.45; of soldiers, not in battle-order, opp. συντεταγμένοι, X.HG7.1.16, J. BJ1.13.3, al.: c. dat., not ranked on an equality with... Syrian.in Metaph.11.29. 2 undisciplined, disorderly, X.Cyr.7.5.21, D.13.15; στρατός Ph.2.120; πόλις Aen.Tact.3.1; ἀξ. ἀναρχία Th.6.72; ἡ πρόνοια τυφλόν τι κἀσύντακτον Nicostr.Com.19.5. Adv. -τως Plu. Nic.3. 3 loosely put together, ill-proportioned, σῶμα X.Cyn.3.3. 4 ungrammatical, irregular, Choerob. in Theod.2p.18H.; τὸ ἀ., a figure of speech, Ps.-Plu.Vit.Hom.41:—but of books, not comprehended in a list, D.L.9.47. 5 not in the same order or class, Dam.Pr.2. 6 Adv. -τως without previous intimation or arrangement, UPZ61 (ii B. C.). II Act., not having composed a speech, without premeditation, unprepared, Plu.2.6d.
German (Pape)
[Seite 381] 1) ungeordnet, noch nicht an seinen Platz gestellt, πράγματα (ἕως ἂν χώραν λάβῃ) Xen. Cyr. 4, 5, 37; bes. von Soldaten, 8, 1, 55, den ἀθρόοι entgegengesetzt; Hell. 7, 1, 5 den συντεταγμένοι; ἀναρχία Thuc. 6, 72; vgl. Dem. 13, 15; Sp., bes. Plut., unvorbereitet, de ed. lib. 9 M; adv., außer Reih u. Glied, Nic. 3. – 2) ohne Ebenmaaß, Xen. Cyn. 3, 3. – 3) ohne öffentliche Kosten, Abgaben, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύντακτος: παλ. Ἀττ. ἀξύντακτος, ον, ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ συντεταγμένος πρὸς μάχην, ἐνταῦθα οἱ Θηβαῖοι προσπεσόντες ἔπαιον παρεσκευασμένοι ἀπαρασκεύους καὶ συντεταγμένοι ἀσυντάκτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 16· μετὰ δοτ., ὁ μὴ ἰσοβάθμιός τινι, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος φανερᾷ χρῆται τῇ βλασφημίᾳ λέγων ἀσύντακτον εἶναι πατρὶ καὶ υἱῷ, ἀμφοτέροις δὲ ὑποτεταγμένον Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 324C. 2) ὀ ἐν ἀταξίᾳ εὐρισκόμενος, πολλοὶ δ’ αὐτῶν μεθύουσι, πάντες δὲ ἀσύντακτοί εἰσιν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 21· ἄκοσμος, ἀκατάστατος, τῶν πολλῶν τὴν ἀξύντακτον ἀναρχίαν, τὴν ἄνευ πειθαρχίας, Θουκ. 6. 72· ἡ πρόνοια τυφλόν τι κἀσύντακτον, ἄστοχον, Νικόστρ. παρ’ Ἀθην. 693Α: ― Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Νικ. 3. 3) ἐπὶ ὑποτεταγμένων διαφόρων ἐθνῶν μὴ ὁμοφρονοῦντων, ἀλλὰ διῃρημένων μεταξύ των, καὶ ἀσυντάκτους ὄντας ἑώρα Ξεν. Κύρ. 8. 1, 45. 4) ἀσύμμετρος, δυσανάλογος, σῶμα ὁ αὐτ. Κυν. 3. 3. 5) ἀνώμαλος, ἀσύμφωνος τοῖς γραμματικοῖς κανόσι, Χοιροβ. 2. 486: ― ἀλλ’ ἐπὶ βιβλίων, ὁ μὴ περιεχόμενος ἐν καταλόγῳ, Διογ. Λ. 9. 46. 6) μὴ τεθειμένος ἐν τῷ φορολογικῷ καταλόγῳ, ἀπηλλαγμένος δημοσίων ὑποχρεώσεων, Δημ. 170, 19. ΙΙ. ἐνεργ. ἀπαράσκευος, ὅπως ἀγορεύσῃ, ὁ Περικλῆς καλούμενος ὑπὸ τοῦ δήμου πολλάκις οὐχ ὑπήκουσε, λέγων ἀσύντακτος εἶναι Πλούτ. 2. 6D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non rangé ensemble, non en ordre de bataille;
2 désordonné, indiscipliné;
3 non réuni, non préparé.
Étymologie: ἀ, συντάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): át. ἀξύν- Th.6.72
I de un conjunto
1 desorganizado, disperso, desunido de soldados, X.HG 7.1.16, I.BI 1.253, op. ἀθρόος X.Cyr.8.1.45, στρατός Ph.2.120, μάχη D.C.Epit.9.23.7, ὄχλος Ph.2.522, ὑμεῖς (Ἀθηναῖοι) D.13.15
•del cuerpo de un perro mal conformado X.Cyn.3.3, cf. Poll.5.62.
2 fig. indisciplinado, desordenado πάντες X.Cyr.7.5.21, ἀναρχία Th.l.c., πόλις de una ciudad sin organización militar, Aen.Tact.3.1, πρόνοια ... τυφλόν τι κἀσύντακτον Nicostr.Com.18.5, τὸ ἓν ... οὐ τὸ πᾶσιν ἀσύντακτον Syrian.in Metaph.11.29.
II de un elemento en rel. c. un conjunto
1 de pers. que está al margen de la sociedad, delincuente ἐάν τινας (?) παραδιδῷ ἀσυντάκτους ὄντας (?) si identifica a algunas personas que sean delincuentes, SB 11078.12 (II/I a.C.)
•asocial ἔζων ... ἀσύντακτος πάσῃ πόλει καὶ πολιτείᾳ Synes.Ep.91.
2 de abstr. inconexo, fuera de plan en la ordenación del mundo bajo un supremo hacedor τί ἂν ἀσύντακτον; Plot.3.3.2
•segregado, distinto ref. al Espíritu Santo ἐξῃρημένον μὲν καὶ ἀ. παντελῶς τῶν ὅλων Didym.M.39.661A
•falto de relación πρὸς πάντα del último principio, Dam.Pr.2
•de libros τὰ ἀσύντακτα que no pueden ser agrupados bajo un único título D.L.9.47 (= Democr.A 33).
3 gram. anómalo, extraño ἡ εὐθεῖα ὁ Μόψοψ, ὅπερ ἐστὶν ἀσύντακτον, τουτέστιν οὐκ ἔχον χαρακτῆρα Ἑλληνικόν Choerob.in Theod.2 p.18
•subst. τὸ ἀ. sinón. de ἀλλοίωσις alteración de accidentes gramaticales Plu.Vit.Hom.41.
4 mús. desafinado ἀνακρούεται ... ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.
III no preparado, desprevenido λέγων ἀ. εἶναι (Pericles) porque decía no estar preparado para pronunciar un discurso, Plu.2.6d.
IV adv. -ως
1 desordenadamente ὑπὸ σπουδῆς ἀ. ἀναβαινόντων Plu.Nic.3.
2 de improviso, sin despedida ἀ. κατέπλευσε UPZ 61.27 (II a.C.), ἀ. ἐξήειν Thdt.Ep.Sirm.80.
3 gram. irregularmente Sch.Er.Il.6.519.