γογγύλος

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλος Medium diacritics: γογγύλος Low diacritics: γογγύλος Capitals: ΓΟΓΓΥΛΟΣ
Transliteration A: gongýlos Transliteration B: gongylos Transliteration C: goggylos Beta Code: goggu/los

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a.    2 = σκληρός, Hsch.    II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435.    2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)

German (Pape)

[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.