γογγύλος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a. 2 = σκληρός, Hsch. II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435. 2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)
German (Pape)
[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος
Greek (Liddell-Scott)
γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.