εὐχάριστος
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ον,
A agreeable, τινι τέχνη X.Oec.5.10 (Comp.); λόγοι Id.Cyr.2.2.1 (Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. -τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32. II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 (Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90; ἀποδιδόναι Ph.1.520; τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f. III beneficent, θεοί UPZ41.13 (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 (Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (-ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. (ἰσχυρότατος cj. Cohn).
German (Pape)
[Seite 1108] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχάριστος: -ον, (χάρις, χαρίζομαι) = εὔχαρις, ὡς καὶ νῦν, πλήρης χάριτος, θελκτικός, Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, εὐάρεστος, γλαφυρός, λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. εὐγνώμων, Λατ. gratus, αὐτόθι 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. ἀγαθοεργός, εὐεργετικὴ διάθεσις, τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 agréable;
2 reconnaissant;
Cp. εὐχαριστότερος, Sp. εὐχαριστότατος.
Étymologie: εὖ, χαρίζομαι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of χαρίζομαι; well favored, i.e. (by implication) grateful: thankful.
English (Thayer)
ἐυχαριστον (εὖ and χαρίζομαι), mindful of favors, grateful, thankful: to God, Xenophon, Cyril 8,3, 49; Plutarch; others); pleasing, agreeable (cf. English grateful in its secondary sense): εὐχάριστοι λόγοι, pleasant conversation, Xenophon, Cyril 2,2, 1; acceptable to others, winning: γυνή εὐχάριστος ἐγείρει ἀνδρί δόξαν, liberal, beneficent, Diodorus 18,28.