ὑπερείδω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερείδω Medium diacritics: ὑπερείδω Low diacritics: υπερείδω Capitals: ΥΠΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: hypereídō Transliteration B: hypereidō Transliteration C: ypereido Beta Code: u(perei/dw

English (LSJ)

fut.

   A -σω Diog.Oen.20: pf. Pass. ὑπερήρεισμαι Arist. PA695a7; ὑπήρεισμαι Str.17.1.37, D.S.1.47:—put under as a support, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd.99b; ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591:—Pass., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist. l. c., cf. IA710b30, J.AJ8.3.5.    2 lean upon, οἰκίαν LXX Jb.8.15.    3 lift, carry, τινα Iamb.VP3.17.    II under-prop, support, τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28; προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14; τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302: abs., τὰ -ερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.:—Pass., Str. l.c.

German (Pape)

[Seite 1194] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερείδω: μέλλ. -σω· παθ. πρκμ. ὑπερήρεισμαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 33· ὑπήρεισμαι Στράβων 811, Διόδ. 1. 47. Ὑποβάλλω ὡς στήριγμα, ὑπεγείρω, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Πινδ. Ν. 8. 80· τὸν ἀέρα (ἐξυπακ. τῇ γῇ) Πλάτ. Φαίδων 99Β. - Παθ., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. περὶ Ζ. Πορείας 11, 5. ΙΙ. στηρίζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὴν ὀροφὴν Πλουτ. Ρωμ. 28· προβλήματα διὰ παραδειγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 14. τὴν σύγκλητον Ἡρῳδιαν. 2. 3 ἐν τέλ.· τοὺς νεανίας Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5, σ. 120. - Παθ., Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

soutenir ou étayer par dessous : τι qch ; τί τινι appuyer une ch. sur une autre.
Étymologie: ὑπό, ἐρείδω.

English (Slater)

ὑπερείδω
   1 put under as a support, set up σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.47)

English (Strong)

from ὑπέρ and εἴδω; to overlook, i.e. not punish: wink at.