σφάκελος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελος Medium diacritics: σφάκελος Low diacritics: σφάκελος Capitals: ΣΦΑΚΕΛΟΣ
Transliteration A: sphákelos Transliteration B: sphakelos Transliteration C: sfakelos Beta Code: sfa/kelos

English (LSJ)

ὁ,

   A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687.    2 generally, spasm, convulsion, A.Pr.878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σ. E.Hipp.1352 (anap.): metaph., σ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, A.Pr.1045 (anap.).    3 the middle finger, Suid.s.v. σφακελισμός; so σφάκηλος (or φάκηλος) PLond.1821.297.

Greek (Liddell-Scott)

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, νέκρωσις, καὶ ἐπὶ ὀστῶν ξήρανσις καὶ νέκρωσις, Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι γάγγραινα, πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) καθόλου, σπασμός, σπασμώδης κίνησις, σφαδασμός, Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ σπασμώδης μανία καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 gangrène sèche;
2 douleur violente avec convulsions ; convulsion ; fig. tourmente, tempête.
Étymologie: DELG terme techn. médic.