Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τλήμων

From LSJ
Revision as of 15:33, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλήμων Medium diacritics: τλήμων Low diacritics: τλήμων Capitals: ΤΛΗΜΩΝ
Transliteration A: tlḗmōn Transliteration B: tlēmōn Transliteration C: tlimon Beta Code: tlh/mwn

English (LSJ)

Dor. τλάμων [ᾱ], ονος, ὁ, h(: voc.

   A τλῆμον A.Pr.614, but ἰὼ τλάμων S.Aj.893 (lyr.); τλήμων ἀνήρ (ἄνερ codd.) E.Andr.348, cf. Hipp.554 (lyr.): (Τλάω):—poet. Adj., used by X. and Aret. (v. infr.):    I patient, steadfast, stout-hearted, ὁ τλήμων Ὀδυσεύς Il.10.231,498 (to whom a τλήμων θυμός is ascribed, 5.670); θαρσαλέοι καὶ τ. 21.430; ψυχὴν καὶ θυμὸν τλήμονα παρθέμενος Tyrt.12.18; τλάμονι ψυχᾷ Pi.P.1.48; τλήμονες, οἷον ἀγῶνα . . τελέσαντες . . ψυχὰς . . ὠλέσατ' Ath.Mitt.57.142 (Athens, v. B.C.); τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου φρενός A. Ag.1302; of patients, Aret.CD1.4; τ. ἐς παιδείην Id.SD2.6: Sup. -εστάτη E.Heracl.570.    2 in bad sense, overbold, reckless, Thgn. 196; τλάμονι καὶ πανούργῳ χειρί A.Ch.384 (lyr.); τλημονεστάτη γυνή S.El.439, cf. 275, A.Ch.596 (lyr.); τλάμονι θυμῷ E.Med.865 (lyr.).    II wretched, miserable, of persons, A.Pr.614, S.Ph.161 (anap.), Ar.Pax723, X.An.3.1.29, Mem.2.1.30: c. gen., ὦ τλάμων ὑμεναίων E.Hipp.554 (lyr.); θανάτου τλήμων Ar.Th.1072 (anap.).    2 of conditions, acts, words, etc., τλήμονες φυγαί, τύχαι, E.Hipp.1177, HF921 (lyr.); τλημονέστατος λόγος Id.Hec.562; ὁδὸς τλημονεστάτη, -τέρα, Id.Med.1067,1068: sts. also, as we use wretched, in a disparaging sense, τ. γαστρὸς ἔριθον h.Merc.296; οἶνος Call.Epigr.62.    III Adv. τλημόνως patiently, A.Ch.748, E.Supp.947, Gal.14.213.    2 miserably, E.Tr.40, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1123] ονος, duldend, a) duldsam, geduldig, standhaft, zum Aushalten von Mühsalen geeignet, Beiwort des Odysseus, Il. 10, 231. 498; ihm wird τλήμων θυμός beigelegt, 5, 670, Scholl. ὑπομενητικός; Il. 21, 430 ist vrbdn θαρσαλέοι καὶ τλήμονες, kühn. verwegen; τλάμονι ψυχᾷ, Pind. P. 1, 48; Aesch. βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Ch. 378. 588. 921; auch im tadelnden Sinne, verwegen, frech, Soph. El. 267; εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε 431. – b) duldend, δμωΐδες τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον, Aesch. Spt. 346. – c) unglücklich, der viel auszustehen hat; Aesch. Prom. 617 Ag. 1294 u. sonst; τλήμονες φυγαί, Eur. Hipp. 1177, u. öfter; τλήμονες παίδων τύχαι, Herc. fur. 921; τλημονέστατον λόγον, Hec. 562; Soph. Phil. 161 u. öfter; θανάτου τλήμων vrbdt Ar. Th. 1072; sp. D.; selten in Prosa, Xen. An. 3, 1, 29 Mem. 1, 3, 11. 4, 2, 1 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τλήμων: Δωρικ. τλάμων, ονος, ὁ, ἡ· κλητ. τλῆμον, ἀλλὰ ἰὼ τλήμων Σοφοκλ. Αἴ. 893· τλήμων ἄνερ Εὐρ. Ἀνδρ. 348· (*τλάω). Ποιητ. ἐπίθ., ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. (πρβλ. τλῆμι), ὁ πάσχων, ὑποφέρων, ὑπομένων, ὅθεν, Ι. ὑπομονητικός, καρτερικός, καρτερόψυχος, μεγάθυμος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Κ. 231, 498 (εἰς ὃν ἀποδίδοται τλήμων θυμός, Ε. 670)· ψυχὴν καὶ θυμὸν τλήμονα παρθέμενος Τυρταῖ. 9. 18· τλάμονι ψυχᾷ Πινδ. Π. 1. 93, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 570· τλήμων οὖσ’ ἀπ’ εὐτόλμου φρενὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1302· - ἐπὶ ἀρρώστων, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· τοῖοι ἐς παιδείην πονεῦσι, καὶ ἐς τήνδε τλήμοσι ὁ αὐτ. Χρον. Παθῶν Σημειωτ. 2. 6. 2) τολμηρός, θαρσαλέοι καὶ τλ. Ἰλ. Φ. 430· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύς, ἀπερίσκεπτος, Λατ. audax, Θέογν. 196· τλάμονι καὶ πανούργῳ χειρὶ Αἰσχύλ. Χο. 383, πρβλ. 596· τλημονεστάτη γυνὴ Σοφ. Ἠλ. 439, πρβλ. 275· ἐν τλάμονι θυμῷ (ἕτεροι εὐτλάμονι) Εὐρ. Μήδ. 865. ΙΙ. πλήρης ταλαιπωριῶν, ἄθλιος, δυστυχής, ἐλεεινός, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 614, Σοφ. Φιλ. 161, κλπ.· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 723, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29, Ἀπομν. 2. 1, 30· μετὰ γεν., ὦ τλάμων ὑμεναίων Εὐρ. Ἱππ. 554· θανάτου τλήμων Ἀριστοφ. Θεσμ. 1072. 2) ἐπὶ καταστάσεων, ἔργων, λόγων, κλπ., τλήμονες φυγαί, τύχαι Εὐρ. Ἱππ. 1177, Ἡρ. Μαιν. 921· τλημονέστατος λόγος ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 562· ὁδὸς τλημονεστάτη, -έρα ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1067, 8· - ἐνίοτε καὶ ἐπὶ σημασίας περιφρονητικῆς, ἄθλιος, ἐλεεινός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 296, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 64. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τλημόνως, μεθ’ ὑπομονῆς, Αἰσχύλ. Χο. 748, Εὐρ. Ἱκ. 946, Τρ. 40, κλπ. 2) ἀθλίως, ἐλεεινῶς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
I. qui supporte patiemment ou avec courage, endurci : τι, τινος qch ; abs. :
1 patient, courageux;
2 infortuné, malheureux, misérable;
II. qui prend sur soi, qui se charge de ; entreprenant, hardi, courageux ; en mauv. part insolent, arrogant, impudent;
Cp. τλημονέστερος, Sp. τλημονέστατος.
Étymologie: τλάω.

English (Autenrieth)

ονος (τλῆναι): enduring, patient, Il. 5.670; then bold, impudent, Il. 21.430. Cf. σχέτλιος.