άχυρο
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Greek Monolingual
και άχερο, το (AM ἄχυρον)
(κυρ. στον πληθ.) τα άχυρα
τα κομμάτια της καλάμης που μένουν μετά το αλώνισμα των σιτηρών και τον αποχωρισμό του καρπού
νεοελλ.
μτφ.
1. ανούσιο πράγμα
2. κίτρινο ή ξανθό χρώμα
3. φρ. «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» — λεπτολογώ μάταια
αρχ.
φρ.
1. «ἄχυρα ἀπὸ τοῡ τοίχου ἀποσπῶ» — για ετοιμοθάνατους
2. «ἄχυρα τῶν ἀστῶν» — οι μέτοικοι
3. «ὄνος εἰς ἄχυρα» — αυτός που απολαμβάνει κάτι αν και δεν το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφολογική και σημασιολογική συγγένεια του τ. άχυρον με τη λ. άχνη οδηγούν σε θέμα -r / n, ενώ πιθανή θεωρείται η σύνδεση του άχυρον και με το άχωρ. Το νεοελλ. άχερο είναι μεταπλασμένος τ. του άχυρο(ν) με τροπή του άτονου ι σε e πριν από υγρό (πρβλ. αγκυλώνω-αγκελώνω, μάγειρας-μάγερας, μυρσίνη-μερσίνη, μυρμήγκι-μερμήγκι κ.ά.). Στην αρχαιότητα ο όρος απαντά κυρίως στον πληθ. άχυρα και δηλώνει «τον σανό, το πίτουρο, τον φλοιό των σιτηρών, προϊόν μετά το αλώνισμα ή το άλεσμα». Βλ. και λ. ακ-.
ΠΑΡ. αχύρινος, αχυρώδης, αχυρώνας (-ών)
αρχ.
αχυρός
αρχ.-μσν.
αχυρμιά
νεοελλ.
αχυρένιος.
ΣΥΝΘ. αχυροφάγος αρχ. αχυροδόκη
μσν.
αχυροθήκη
νεοελλ.
αχυραποθήκη και αχεραποθήκη, αχερόσπιτο, αχυροκόπι και αχεροκόπι, αχυροτόμος, αχυρόχαρτο, αχυρόχρους].