έρδω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

ἔρδω (Α)
1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.
β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω < Fέρζδω < (F)εργjω
το ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση του ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω.