ίουλος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἴουλος)
1. οι πρώτες τρίχες που εμφανίζονται στο ανδρικό γένι, το χνούδι («στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων», Αισχύλ.)
2. ζωολ. γένος μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες
3. (φυτ.) απλή ή σύνθετη βοτρυώδης ταξιανθία που παρουσιάζεται σε πολλά φυτά
αρχ.
1. δέμα από στάχια
2. ωδή προς τιμήν της Δήμητρας
3. το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων φυτών, κν. ψαλίδα
4. έντομο όμοιο με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
5. το άνθος της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό περικάλυμμα του λεπτοκαρύου
6. είδος ψαριού, ιουλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο τ. FiFολνος ή -Fολσος (πρβλ. ἴονθος < FıFονθος). Συνδέεται με τα οὖλος «εριού-χος, πυκνός» και εἰλέω (Ι) «συστρέφω» (βλ. λ. είλω).
ΠΑΡ. ιουλίς αρχ. ιουλίζω, ιουλώ, ιουλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιουλοφόρος
αρχ.
ιουλόπεζος
μσν.
ιουλοφυῶ. (Β' συνθετικό) καλλίουλος.