μισθωτικός
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for letting out: ἡ μισθωτική, = μισθαρνητική, mercenary trade, Pl.R.346b; connected with letting, τράπεζα PLond.3.932.2 (iii A.D.). Adv. -κῶς Eust.1695.36. II Subst. μισθωτικόν, τό, contribution in money or kind made by a tenant, PFlor.85.16 (i A.D.), PAmh.2.88.26 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 191] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μισθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, ἐπάγγελμα μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) μισθωτής / μισθωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα του μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.