παραίτησις
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A supplication, entreaty, π. παραιτεῖσθαι Pl.Criti.107a; μηδεμία τῆς μονῆς π. γιγνέσθω no application for leave to stay, Id.Lg.915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; petition, POxy.899v21 (iii A. D.). II deprecating, Th.1.73; excuse, apology, Plb.39.1.5, Jul.Or.2.64a (pl.), Chor. in Rev.Phil.1.73, etc.; pardon, ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223. 2 declining, Plu.2.124b; dismissal, D.C.78.22. III intercession, begging off, Gorg.Pal.33, D.9.37.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42.
Greek (Liddell-Scott)
παραίτησις: ἡ, ἔνθερμος παράκλησις, ἱκεσία, δέησις, παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἄδεια πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως ἕνεκα = ὅπως παραιτησώμεθα, «ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· αἴτησις συγγνώμης, ἀπολογία, Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - συγχώρησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· ἐγκατάλειψις ἢ ἀπάρνησις δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· παραίτησις, ἐγκατάλειψις ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. μεσιτεία ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, αἴτησις χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 demande de pardon;
2 action de refuser, de décliner;
3 action de solliciter pour, d’intercéder pour.
Étymologie: παραιτέομαι.