πάντοτε
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
Adv.
A always, Philem.187, Arist.EN1166a28, Men.Mon. 324, 720; twice in LXX, Wi.11.21, 19.18, cf. BGU1123.8 (i B. C.), Ev.Matt.26.11, al., IG3.1362, 7.2713, D.Chr.32.37, etc.: condemned by the Atticists, who recommend διαπαντός or ἑκάστοτε, Phryn.82, Moer.p.319 P.
German (Pape)
[Seite 465] zu aller Zeit, immer (πότε), Sp., wie S. Emp. adv. rhett. 58, von den Atticisten verworfen, s. Phryn. 103 u. Beispiele bei Sturz dial. maced. p. 188.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοτε: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ ἑκάστοτε, Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tout temps, toujours.
Étymologie: πᾶν, τότε.
English (Strong)
from πᾶς and ὅτε; every when, i.e. at all times: alway(-s), ever(-more).
English (Thayer)
(πᾶς), adverb (for which the Atticists tell us that the better Greek writings used ἑκάστοτε; cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 187f; (Winer s Grammar, 26 (25))), at all times, always, ever: st); L marginal reading); Josephus, Dionysius, Halicarnassus, Plutarch, Herodian, 3,9, 13 (7 edition, Bekker)); Artemidorus Daldianus, oneir. 4,20; Athen., (Diogenes Laërtius)
Greek Monolingual
και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ
επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ)
νεοελλ.
σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -τε (πρβλ. ότε, πό-τε)].