ἀπᾴδω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
fut.
A -ᾴσομαι Pl.Ti.26d:—sing out of tune, ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg.802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23: abs., Pl.Hp.Mi.374c, D.Chr. 13.20, etc. II metaph., dissent, ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27: c. gen., ἐθῶν Luc.Anach.6; to be at variance with, τῆς ἀληθείας Ph.1.235; fall short of, τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16. 2 wander away, πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c. 3 in part., unbefitting, ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b; τῷ πράγματι Lib.Or.10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69.
German (Pape)
[Seite 274] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' ἀλλήλων II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; πρός τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς ἄλλως ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾴδω: μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, διαφέρω, ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) ἀπομακρύνομαι, ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
chanter faux ; fig. être en désaccord : πρός τι PLUT avec qch.
Étymologie: ἀπό, ᾄδω.
Spanish (DGE)
I desafinarref. al canto, Pl.Lg.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23
•abs. del sonido, Pl.Hp.Mi.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.
II usos fig.
1 disentir, estar en desacuerdo ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.Ti.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27
•c. gen. ἐθῶν Luc.Anach.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.Prot.10.98.3.
2 desviarse de ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.
3 ser insuficiente, quedarse corto con respecto a τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.6
•ser inadecuado τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.Or.11.132b, τῷ πράγματι Lib.Or.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.Chr.69.
Greek Monolingual
(Α ἀπᾴδω)
νεοελλ.
δεν ταιριάζω, δεν αρμόζω («η συμπεριφορά του απάδει προς το αξίωμα του»
αρχ.
1. τραγουδώ παράφωνα
2. μτφ. α) διαφωνώ
β) απομακρύνομαι, ξεφεύγω από το θέμα.