λιβρός
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ά, όν,
A = σκοτεινὸς καὶ μέλας, Hp. ap. Erot. (prob. referring to Aër.15 where διερῷ and θολερῷ codd. Hp., as epith. of ἠήρ) ; νύξ expld. as either dark or (cf. λιβάς) dewy night, EM564.49; λιβρὸν σέλας Trag.Adesp.232; ὀλὸς λ. either black or dripping blood, AP 15.25.1 (Besant.); cf. λιμβρός.
German (Pape)
[Seite 42] (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.
Greek (Liddell-Scott)
λιβρός: -ά, -όν, (λείβω) δίυγρος, στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. λιβηρός. ΙΙ. σκοτεινός, κατηφής, πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. λιμβρός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 qui coule goutte à goutte, humide de rosée;
2 humide, froid, sombre.
Étymologie: λίβος.
Greek Monolingual
λιβρός, -ά, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή νύχτα, ΕΜ
β. «ὀλὸς λιβρός» — μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» — αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ- (πρβλ. λίψ, λιβός) του λείβω και συνδέεται με το λατ. liveo «είμαι ωχρός, φαιός»].