διαυγάζω
English (LSJ)
A glance, shine through, τῷ σχισμῷ Placit.3.3.3; ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2 Ep.Pet.1.19: impers., ἅμα τῷ διαυγάζειν (sc. τὴν ἡμέραν) Plb.3.104.5; to be transparent, Mnesith. ap. Orib.inc.15.11. II = φωτίζω, Hsch.: and so metaph., διαυγασθείς being enlightened, perceiving the truth, J.AJ5.10.4. III Astrol., influence by its rays (= ἐπιθεωρέω), PLond.1.130.70 (i A.D.). IV Pass., to be glazed, of pottery, prob. in BGU1143.15 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 609] durchglänzen, -leuchten; Plut. plac. phil. 3, 3; dah. διαυγάζει, es leuchtet durch, es wird hell, es wird Tag, Pol. 3, 104; im N. T. ἕως ἡ ἡμέρα διαυγάσῃ.
Greek (Liddell-Scott)
διαυγάζω: διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει ἡμέρα, ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «αὐγή», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
French (Bailly abrégé)
briller à travers.
Étymologie: διά, αὐγάζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. perf. part. graf. διευγασμένος BGU 1143.15 (I a.C.)]
I intr.
1 brillar, resplandecer πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει Placit.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2Ep.Petr.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, ἅμα τῷ διαυγάζειν al brillar el día Plb.3.104.5
•en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.Pr.1.132.
2 dejar ver a través en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.Bel.57.27
•part. neutr. subst. transparencia τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.11.
3 dud., quizá barnizar, cubrir con una capa brillante en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα BGU l.c.
II tr.
1 exponer a la luz, e.e., al aire libre en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.Ep.16
•astrol. iluminar τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en PLond.130.70 (I/II d.C.)
•fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.Anc.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado por la divinidad, I.AI 5.349.
2 irradiar σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.D.48.319.
English (Strong)
from διά and αὐγάζω; to glimmer through, i.e. break (as day): dawn.
English (Thayer)
(διαυγής) διαυγες (αὐγή), translucent, transparent: διαφανής. (Aristotle) Philo, Apoll. Rh., Lucian, Plutarch, Themistius; often in the Anthol.)
Greek Monolingual
(ΑΝ)
1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω
2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω
αρχ.
1. είμαι διαφανής, διαυγής
2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος)
3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)
4. παθ. (για αγγεία) πιθ. λάμπω.