ἐξοστρακίζω
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A banish by ostracism, Hdt.8.79, And.4.32, Lys.14.39, Pl.Grg.516d; ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc.Sacr.4:—Pass., Themist.Ep. 2; also (with a play on broken pots, ὄστρακα) ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς Ar.Fr.593; ἐξωστράκισται πᾶν τὸ χρήσιμον ἐκ τῶν πραγμάτων Demad. 53; ἐξωστρακίσθησαν τῆς ἀληθείας Anon.Alch. in Gött.Nachr.1919.14.
German (Pape)
[Seite 888] durch das Scherbengericht verbannen; Her. 8, 79; Plat. Gorg. 516 d, Redner; übh. verbannen, vertreiben, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc. sacr. 4. Komisch Ar. bei Plut. Ar. et Menandri comp. 1 ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστρακισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 79, Ἀνδοκ. 33. 24, Λυσ. 143. 27, Πλάτ. Γοργ. 516D· κἀξοστρακισθεὶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λουκ. π. Θυσιῶν 4· οὕτω δὲ (καὶ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τεθραυσμένων ἀγγείων, ὀστράκων), ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθεὶς Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 57, Meineke.
French (Bailly abrégé)
1 bannir par ostracisme;
2 bannir en gén.
Étymologie: ἐξ, ὀστρακίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐξοστρακίζω)
1. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον από τη χώρα
2. εξοβελίζω, διαγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οστρακίζω].