μέτοχος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτοχος Medium diacritics: μέτοχος Low diacritics: μέτοχος Capitals: ΜΕΤΟΧΟΣ
Transliteration A: métochos Transliteration B: metochos Transliteration C: metochos Beta Code: me/toxos

English (LSJ)

ον,

   A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E.Ion698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; δίκης Arist.Mu.401b29.    II Subst., partner, accomplice in, τοῦ φόνου E.HF721, Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl.i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc.    2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc.    3 joint owner of a house, CPHerm.119 Aiv 20 (iii A. D.).    III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 (Rome).

German (Pape)

[Seite 162] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος, Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέτοχος: -ον, (μετέχω, μετοχή), ὁ μετέχων, ἔχων μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., τῆς συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς ἔργον τι, συναυτουργός, συνεργός, τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui participe à, gén..
Étymologie: μετέχω.

English (Strong)

from μετέχω; participant, i.e. (as noun) a sharer; by implication, an associate: fellow, partaker, partner.

English (Thayer)

μέτοχον (μετέχω);
1. sharing in, partaking of, with the genitive of the thing (Winer's Grammar, § 30,8a.): τοῦ Χριστοῦ, of his mind, and of the salvation procured by him, a partner (in a work, office, dignity): Herodotus, Euripides, Plato, Demosthenes, others.)

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μέτοχος, -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) μετέχω
1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος
συνέταιρος σε μια επιχείρηση
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική μετοχήσυνέλευση τών μετόχων της Εθνικής Τράπεζας»)
μσν.
φρ. «μέτοχος λόγου» — αυτός που είναι μορφωμένος
αρχ.
1. μέλος συμβουλίου δημόσιων λειτουργών
2. ο από κοινού ιδιοκτήτης οικίας
3. φρ. «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι.