προϊάλλω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϊάλλω Medium diacritics: προϊάλλω Low diacritics: προϊάλλω Capitals: ΠΡΟΪΑΛΛΩ
Transliteration A: proïállō Transliteration B: proiallō Transliteration C: proiallo Beta Code: proi+a/llw

English (LSJ)

[ῐ],

   A send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.

German (Pape)

[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.

Greek (Liddell-Scott)

προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. προΐαλλον;
1 envoyer, faire partir, acc.;
2 envoyer à qqn, acc..
Étymologie: πρό, ἰάλλω.

English (Autenrieth)

ipf. προΐαλλεν: send forth.

Greek Monolingual

Α
εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»].