συμφράζομαι
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
Med., Ep. fut.
A -άσσομαι Il.9.374: pf. ξυμπέφρασμαι S.Ant.364 (lyr.):—poet. Verb, join in considering, take counsel with, c. dat., ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ, ὅππως . . Od.15.202; also τίς νύ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; who imparted his counsels to thee? 4.462, cf. Il.1.537, 9.374: but μῆτιν συμφράσσασθαι (sc. ἑαυτῷ) contrive a plan, Hes.Th.471; νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται S.l.c. II in later Prose Act. συμφράζω, mention at the same time, Str.8.6.17:—Pass., to be used in the same context with, c. dat., Gal.16.706; τὰ συμφραζόμενα the context, Plu.2.22a, Gal.16.707, 18(1).437. 2 Pass., to be synonymous with, c. dat., Aret.SD1.5.
German (Pape)
[Seite 992] (s. φράζομαι), sich berathen mit Einem, berathschlagen; ὅτι οἱ συμφράσσατο βουλὰς Θέτις, Il. 1, 537; τίς δ' αὖ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; Od. 4, 462, wer theilte dir die Rathschläge mit? οὐδέ τί οἱ βουλὰς συμφράσσομαι, οὐδὲ μὲν ἔργον, Il. 9, 374; auch ἑῷ θυμῷ, mit sich zu Rathe gehen, Od. 15, 202; μῆτιν συμφράσσασθαι, zusammen einen Rath ersinnen, Hes. Th. 471; νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται, Soph. Ant. 361; – Sp. brauchen auch das act., = mit sagen, mit ausdrücken, dah. τὰ συμφραζόμενα, pass., Plut. de aud. poet. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συμφράζομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἐπικ. -άσσομαι· πρκμ. συμπέφρασμαι (Σοφ. Ἀντ. 364)· Μέσ. ― Ρῆμα ποιητικ., σκέπτομαι κατ’ ἐμαυτόν, συλλογίζομαι, μετὰ δοτ., ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ, ὅππως… Ὀδ. Ο. 202· ὡσαύτως, τίς νύ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; τίς μετέδωκε τὰς σκέψεις του εἰς σέ; τίς μετὰ σοῦ συνεσκέφθη; Ὀδ. Δ. 462, πρβλ. Ἰλ. Α. 537, Ι. 374. ― ἀλλά, μῆτιν συμφράσσασθαι (ἐξυπακ. ἑαυτῷ) ἐπινοεῖν σχέδιόν τι, μηχανᾶσθαι, Ἡσ. Θεογ. 471· νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις ἀπαντᾷ τὸ ἐνεργ. συμφράζω, μνημονεύω, ἀναφέρω συγχρόνως, Στράβ. 376. ― Παθ., Πλούτ. 2. 22Α.
English (Autenrieth)
fut. συμφράσσομαι, aor. συμφράσσατο: take or share counsel with, concert plans with, Il. 9.374, Il. 1.537; with oneself, deliberate, Od. 15.202.