σύσσωμος
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ον,
A united in one body, Ep.Eph.3.6.
German (Pape)
[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.
English (Strong)
from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.
English (Thayer)
(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. έν-σωμος].