μήνα

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

English (Slater)

μήνα
   1 moon διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20)

Greek Monolingual

μήνα) (ερωτηματικό μόριο) μήπως, μη τυχόνγιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα, μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μήνα προέρχεται από συνεκφορά τών μορίων μή και νά. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από το μήν αναλογικά με επιρρήματα σε -α].