ἰσομοιρία

From LSJ
Revision as of 23:34, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρία Medium diacritics: ἰσομοιρία Low diacritics: ισομοιρία Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: isomoiría Transliteration B: isomoiria Transliteration C: isomoiria Beta Code: i)somoiri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75.    2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4.    3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534.    4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleicher Theil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτιἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.

Greek Monotonic

ἰσομοιρία: Ιων. -ίη, ἡ, ίσο μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.