ἀντέμφασις
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
εως, ἡ,
A difference of appearance, Str.2.4.8; also pl., ibid.; opposition, antithesis, S.E.M.1.57; distinction, Hdn.Gr.1.941, A.D.Adv.159.19.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, Widerspruch, Gegensatz, Sext. Emp.; entgegengesetzte Erscheinung, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέμφᾰσις: -εως, ἡ, διάφορος ἔμφασις, Στράβ. 109: ἀντίθεσις, διαφορά, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 57. - «ἡ διὰ οὐκ ἀναστρέφεται πρὸς ἀντέμφασιν αἰτιατικῆς τῆς Δία» Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1, σ. 6. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 apparence différente;
2 opposition, antithèse.
Étymologie: ἀντεμφαίνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
diferencia, oposiciónde descripciones ἤ γε τῶν Ἰαπύγων ἄκρα ... ἔχει τινὰ ἀντέμφασιν Str.2.4.8, de géneros literarios, S.E.M.1.57, de nombres κατὰ ἀντέμφασιν τῶν ἐν τῆ Φοινίκῃ Σύρων Andro Teius 2.2
•gram., de diferencias acentuales con valor distintivo: de ὦτα frente a ὠτᾶν A.D.Adu.159.19, de τινός frente a τίνος Sch.D.T.455.14.
Greek Monolingual
ἀντέμφασις, η (Α)
1. διαφορά εμφάνισης
2. αντίθεση, διάκριση.
Greek Monotonic
ἀντέμφᾰσις: -εως, ἡ (ἐμφαίνω), διαφορετικότητα στην εμφάνιση, σε Στράβ.