ἀμυσχρός

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυσχρός Medium diacritics: ἀμυσχρός Low diacritics: αμυσχρός Capitals: ΑΜΥΣΧΡΟΣ
Transliteration A: amyschrós Transliteration B: amyschros Transliteration C: amyschros Beta Code: a)musxro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μύσος)

   A undefiled, Parth.Fr.2, prob. l. in S.Fr. 1005, cf. Hsch., EM87.26 (ἀμυχρόν Phot.p.97 R.; ἀμυχνόν, ἀμυγνόν, ἀμύσκαρον are also cited by Suid.).

German (Pape)

[Seite 133] (μύσος?), unbefleckt, rein, Parthen. bei Hephaest. p. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυσχρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀμίαντος, ἀμόλυντος, Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν ἀμυχνός, ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
non souillé, pur.
Étymologie: ἀ, μύσος.

Spanish (DGE)

-ά, -όν

• Alolema(s): lacon. ἀμου- en Hsch.
intacto, impoluto, sin mancilla S.Fr.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.Fr.2, cf. Hsch.

• Etimología: Igual que ἀμυχρός, ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con ἀμύξανος y μύκος· μιαρός, q.u.

Greek Monolingual

ἀμυσχρός, -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, -ή, -όν)
αμόλυντος, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε -χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το βδελυχρός: βδελύσσω). Ο υπερωϊκός φθόγγος σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις είναι συχνά δασύς].