ἀργυράγχη

From LSJ
Revision as of 18:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠράγχη Medium diacritics: ἀργυράγχη Low diacritics: αργυράγχη Capitals: ΑΡΓΥΡΑΓΧΗ
Transliteration A: argyránchē Transliteration B: argyranchē Transliteration C: argyragchi Beta Code: a)rgura/gxh

English (LSJ)

ἡ, (formed after κυνάγχη)

   A silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
fig. mal de la plata supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.Dem.25.

Greek Monolingual

ἀργυράγχη, η (Α)
λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β' συνθετ.) < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη, χοιράγχη)].

Greek Monotonic

ἀργῠράγχη: ἡ, το συνάχι από ασήμι· σκωπτική λέξη που σχηματίστηκε κατά το κυνάγχη, και ειπώθηκε για το Δημοσθένη, όταν, προφασιζόμενος ότι είχε συνάχι, δεν προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει, στην ουσία όμως (κατηγορήθηκε ότι) είχε δωροδοκηθεί, σε Πλούτ.